ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΥΡΤΣΗΣ
Τόση θλίψη
Τρεμάμενα τα καντήλια των τάφων και οι ψυχές των
νεκρών μισοκλείνουν τα μάτια στο φως του ήλιου.
Σκιές ανθρώπων στο ίδιο σημείο, ακίνητες, μέσα στη
μυρωδιά του τσιγάρου στο βουβό καφενείο.
Στο πέτρινο παλιό σπίτι ακούς τα σανίδια της ξύλινης
σκάλας να τρίζουν, καθώς τ’ανεβαίνει με την μαγκούρα η
γριά μάνα. Και η φιγούρα του νεκρού πατέρα πάντα γεμίζει
το χώρο. Μέρα και νύχτα είναι εδώ κοντά μας, κάθε λεπτό,
κάθε ώρα.
Σταματούν τα σήμαντρα να δίνουν το χρώμα της μέρας σαν
διαβεί η Κυριακή.
Οι γριές μάνες στα μαύρα ντυμένες, πετάνε τα κόλλυβα που
πάλιωσαν στις κότες.
Άλλες μοιρολογώντας, άλλες γελώντας κι άλλες κάνοντας
ταξίδια σα νιόπαντρες στο σαλεμένο τους μυαλό.
Κι εσύ εκεί, με ντυμένη τη ψυχή σου στα μαύρα,
προσμένεις το χρόνο να διαβεί, να γυρίσω και να σταθώ
μπροστά σου, να υψώσω το βλέμμα μου να σε κοιτάξω.
Θαρρείς πώς έχω το κουράγιο να το κάνω;
iomirt
(iomirt)
#1