ΣΤΙΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΤΟΥ ΤΡΑΙΝΟΥ
Τ’απογεύματα των πόλεων
Στην ερημιά των πόλεων μεγάλωσα.
Ψυχρός ο ήλιος το πρωί στο πρόσωπό μου, ψηλά τα κτίρια
και γκρίζα, σαν τη ζωή εκεί.
Αέρας βρόμικος, γεμάτος θλίψη χτυπάει το κορμί μου, στο
ατέλειωτο πήγαιν’έλα ενός δρόμου που δεν έχει τελειωμό.
Αυτή η ερημιά τ’απογεύματα είναι θάνατος.
Δεν προσδοκάς τίποτα τούτες τις στιγμές, κρύβονται όλοι
λες και φοβούνται.
Καθώς περπατώ στα διαλυμένα πεζοδρόμια, ανάμεσα σε
αυτοκίνητα, σκουπίδια και σκατά σκύλων σκέφτομαι τη ζωή
μου.
Πόσα αργύρια την πούλησα αναρρωτιέμαι;
Αυτά τα έρημα απογεύματα μ’οδήγησαν τότε σε σένα.
Γέλασες όταν σου είπα τον καημό και τους φόβους μου.
Ακούμπησα πάνω σου, περπάτησα τα βήματα σου, μπροστά
εσύ, πίσω εγώ.
Τραγουδούσες πάντα κι ούτε μια στιγμή δεν έκρυψες τη
γύμνια σου.
Μετά σιωπή.
Μαράθηκα να περιμένω κοιτώντας χρόνια από το παράθυρο
πότε θα επιστρέψεις.
iomirt
(iomirt)
#1