❖ Ανήφορος
Δεν αντέχεις πια την άνοιξη, αυτό που έλεγες πως ήμουν.
Κιτρινισμένα φύλλα φθινοπώρου οι μέρες που ζήσαμε,
σκορπισμένα στο πλακόστρωτο της ζωής μας.
Κοινά, σαν όλα τ’ άλλα τα πρωινά μας, δίχως λάμψη.
Θυμάμαι τότε που ο έρωτας κελάρυζε στην καρδιά μας
κι ο ορίζοντας φωτεινός έδειχνε το δρόμο μας.
Σίγησαν οι φωνές, χάθηκαν οι ολονύκτιες αγκαλιές, τα
χάδια στο κορμί και τα λουλούδια που φεγγοβολούσαν
στα μαλλιά σου.
Τώρα η πλήξη και το παράπονο τριγυρνάν μέσα στα
σοκάκια του μυαλού.
Θάρρος θέλει η αλήθεια.
Τελευταίο ηλιοβασίλεμα στα όνειρά μας, στην καταχνιά
του χειμώνα οδηγούν τα βήματα, στείρα, μονότονα,
προβλέψιμα.
Ένα φιλί στα χείλη, ένα χάδι στα μαλλιά κι ένα βλέμμα
παγωμένο στη σκιά που λίγο, λίγο χάνεται.