συνόρων με την Ινδία, εξαιτίας των αφιλόξενων Ιμαλαΐων. Περιορίζονταν
σε περιπολίες με ελικόπτερα που πετούσαν χαμηλά.
Ο νοικοκύρης του σπιτιού που τους φιλοξένησε μια νύχτα, ενώ
πορεύονταν στον μονοπάτι των καραβανιών και φαινόταν πολύ γνωστός του
Τσεγκιάμ Λουντούπ, το πρωί πριν τους ξεπροβοδίσει, κι ενώ τους είχε
ετοιμάσει τσάμπα και δυνατό τσάι, είπε τη γνώμη του, πως θα ήταν
προτιμότερο να εγκαταλείψουν το μονοπάτι. Υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να
αποκλεισθούν και να κινδυνέψουν, αν δεν πρόφταιναν να παρεκκλίνουν την
πορεία τους για να καταφύγουν σε κάποιον οικισμό. Το μονοπάτι, άλλες
χρονιές, ήδη αυτόν τον καιρό ήταν κλειστό από τα χιόνια, είπε. Ο Τσεγκιάμ
Λουντούπ τον άκουγε με πολλή προσοχή, αφού ο φίλος του ήταν γνώστης
κάθε πέτρας στην περιοχή, μιας και κατοικούσε εδώ. Μετά από πολλές
κουβέντες μεταξύ τους, ο Λουντούπ είπε στους προστατευόμενούς του.
Υπάρχουν δύο λύσεις∙ η μια να συνεχίσουμε αλλάζοντας δρόμο, η άλλη να
μείνουν σε κάποιο σπίτι ασφαλισμένοι, ώσπου να ανοίξει το μονοπάτι. Η
δεύτερη λύση είχε το μειονέκτημα, πως ο χρόνος που θα χρειαζόταν να
μείνουν φιλοξενούμενοι σε κάποιον χαμένο οικισμό, κοντά στη μεθόριο, δεν
μπορούσε να προβλεφθεί. Ο προμήθειες που είχαν δεν θα έφταναν για
μεγάλο διάστημα, ούτε τα χρήματα, για να πληρώσουν τους φτωχούς
ανθρώπους, που θα τους παραχωρούσαν το σπιτικό τους, τα ξύλα και τις
ξερές κοπριές, από γιακ, άλογα και μουλάρια, που φύλαγαν ως καύσιμη ύλη
για τη θέρμανση κατά τους μήνες του χειμώνα. Αποφάσισαν να συνεχίσουν
το δρόμο τους, έχοντας υπόψη τους όλους τους κινδύνους.
Θα κατέβαιναν στο φαράγγι του Λανγκτσάν Καμπάμπ, που ήταν
παγωμένος για τα καλά και ακολουθώντας το, θα περνούσαν στην Ινδία.
Εφοδιάστηκαν σκηνές από δέρμα γιάκ κι έκαναν ένα τελικό ξεκαθάρισμα
των εφοδίων τους, αφήνοντας ό,τι δεν ήταν απόλυτα αναγκαίο σαν δώρο
στον οικοδεσπότη τους. Στην πορεία τους από δω και πέρα δεν θα είχαν την