συναντούσε τον τρόμο του πανικού με το ένδυμα του θανάτου. Η δύναμη
που αψηφούσε τους κινδύνους και αποψίλωνε το νου, προσωρινά έστω, από
κάθε περίσκεψη, ήταν τυφλή και πήγαζε από την ενστικτώδη λαχτάρα, που
κατείχε τις ρίζες των υπάρξεων αυτών των ανθρώπων, ν’ αναπνέουν,
επιτέλους, ελεύθερα....
Ο Τσεγκιάμ Λουντούπ έκρινε πως ήταν ανάγκη να δώσει οδηγίες
στους προστατευόμενούς του, για να αποφευχθεί και η ελάχιστη πιθανότητα
ατυχήματος, όσο θα διαρκούσε η κατάβαση. Τους είπε να βαδίζουν ήρεμα
και σταθερά. Αν τυχόν τους φόβιζε η θέα του βάθους, θα ήταν φρόνιμο να
μη βλέπουν προς τα κάτω. Σε μερικά σημεία, η διάβαση του περάσματος
ήταν αδύνατη, από πέτρες και χώματα. Χρειαζόταν να σταματήσουν για
λίγο, ώστε να καθαρισθεί κομμάτι η δίοδος, ώστε να συνεχίσουν. Οι
κατολισθήσεις στα τοιχώματα του φαραγγιού ήταν συνηθισμένες και
αφάνταστα απροσδόκητες. Οι νεαροί χωρικοί, που είχαν για βαστάζους,
απέδειξαν την μεγάλη τους αξία σε όλη τη διάρκεια της επίπονης και
επικίνδυνης κατάβασης. Είχαν τον τρόπο να απομακρύνουν σε σύντομο
χρόνο, πέτρες και όγκους χωμάτων από κατολισθήσεις, που ήταν εμπόδιο
στην πορεία της ομάδας. Το χώμα όπου βάδιζαν, ή πιο σωστά γαντζώνονταν
σε κάθε βήμα τους, ήταν παγωμένο, ανέγγιχτο απ’ το χιόνι.
Η Κούγκα ήταν κάθιδρη, από την αγωνία που την είχε κυριέψει, όσο
κρατούσε η φοβερή δοκιμασία της καθοδικής πορείας. Όσες φορές ο μικρός
στην πλάτη της κουνιόταν ανήσυχος, η ψυχή της δενόταν κόμπο. Φοβόταν,
ότι ίσως την πρόδινε το σώμα της, σε τούτο τον άγριο τόπο. Η μητέρα της
Κούγκα με περισσότερη ένταση επικαλούνταν τον Τσενρέζι καθώς και τον
Ντόρζε Τζίγκτζε, τον Κύριο του Θανάτου, ζητώντας την προστασία για
όλους τους δικούς της, σε τούτη την ώρα του κινδύνου....
Όταν φτάσανε πια στην κοίτη του Λανγκτσάν Καμπάμπ όλοι τους
ήταν καταρρακωμένοι από την κούραση. Κυρίως το άγχος και το
ακατάπαυστο αντίκρυσμα του κινδύνου, κάθε στιγμή, όσο διαρκούσε η
dharmaraksita
(dharmaraksita)
#1