τα βρήκε και άναψαν φωτιά. Ξάπλωσαν ένα γύρο όλοι τους, με κέντρο τη
φωτιά και αφέθηκαν στον ύπνο να τους αναπαύσει, προστατευμένοι κάτω
από χοντρά δερμάτινα σκεπάσματα.
Η μέρα τους βρήκε ξεκούραστους και έτοιμους να συνεχίσουν την
πορεία. Πριν ξεκινήσουν φάγανε από μια κούπα τσάμπα, που ετοίμασε ο
ένας από τους βαστάζους. Ο Λουντούπ ενημέρωσε τον Παλτζόρ και τον
Ντόλκαρ, ότι στο μεγαλύτερο μέρος της πορείας τους, κι ενόσω θα
βρίσκονταν στο φαράγγι, θα βάδιζαν πάνω στον πάγο που κάλυπτε την
κοίτη του ποταμού. Χρειαζόταν μεγάλη προσοχή. Ο πάγος στην επιφάνεια
του ποταμού δεν ήταν λείος, ούτε ομαλός. Έτσι όφειλαν να βαδίζουν
ακολουθώντας τα βήματα του ίδιου, που μπορούσε και διέκρινε τα ασφαλή
περάσματα.
Βάδιζαν ήδη επί τέσσερις μέρες, κυρίως πάνω στην παγωμένη
επιφάνεια του Λανγκτσάν Καμπάμπ, με πολλή προσοχή, ακολουθώντας
καταπόδας τα βήματα του Τσεγκιάμ Λουντούπ. Οι νεαροί βαστάζοι ήταν
τελευταίοι, ίσως και για λόγους πρόνοιας, χάριν των ταξιδιωτών. Οι
διανυκτερεύσεις δεν διαρκούσαν πολύ, αλλά ήταν μια ανάπαυλα στον
μεγάλο κόπο της κάθε μέρας πορείας και στον κίνδυνο, που παραμόνευε με
κακεντρέχεια, σε κάθε βήμα τους, κυριολεκτικά. Ο οδηγός τους
ανακοίνωσε, πως σε δυο περίπου μέρες, αν όλα πήγαιναν καλά, θα έφταναν
στο πέρασμα Σιπκί Λα. Θα περνούσαν από την άλλη μεριά της μεθορίου. Ο
Παλτζόρ στο άκουσμα, ότι το ταξίδι τους, επιτέλους έφτανε στο τέλος, δεν
μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυα, που πλημμύρισαν το πρόσωπό του.
Αυθόρμητα αγκάλιασε σφιχτά την Κούγκα Τσέρινγκ και τον Πέμα Λότσε,
που ήταν κουρνιασμένος στην αγκαλιά της μητέρας του. Ο Λουντούπ
συνέχισε την ενημέρωσή του, λες και ήταν ο επικεφαλής κάποιας άκρως
εμπιστευτικής αποστολής, που την τελευταία στιγμή πριν από την δράση
έκρινε σκόπιμο να ενημερώσει τους καταδρομείς του. «Οι νεαροί φίλοι που