μ’ ένα βαθύ αίσθημα ευθύνης για όλους. Θεωρούσε, πως αν τυχόν
συνέβαινε κάτι δυσάρεστο στην Κούγκα, στο γιο τους ή στα πεθερικά του,
εκείνος θα ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος. Είχε σφηνωθεί στο μυαλό του η
ενοχή πως παρέσυρε και ξεσήκωσε τον Γκέσε Ντόλκαρ να εγκαταλείψει τη
Λάσα και τη δουλειά του, παίρνοντας στο λαιμό και την ταλαίπωρη μητέρα
της Κούγκα, σε μια περιπέτεια, χωρίς προηγούμενο. Δεν είχε όρεξη για
φαγητό, η ψυχολογική πίεση τον είχε τσακίσει. Με το ζόρι και με πολλά
παρακάλια της Κούγκα Τσέρινγκ έτρωγε, εκτός από τσάμπα, καμιά φέτα
παστωμένο κρέας. Τίποτε άλλο δεν άγγιζε απ ́ όσα τρόφιμα είχαν μαζί τους.
Πριν το τέλος της πορείας, αφού αποχωρίστηκαν τους νεαρούς
βαστάζους, περιόρισε ακόμα πιο πολύ την ποσότητα της τροφής του. Έπινε
τσάι κι έτρωγε μονάχα τσάμπα. Το παστό κρέας γιακ που κουβαλούσαν δεν
το άγγιζε, αφήνοντάς το για τους άλλους. Για ν’ αποφύγει να γευτεί φαγητό
από κονσέρβα, πρόβαλλε ένα σωρό δικαιολογίες. Έβλεπε τους μαύρους
κύκλους που σημάδευαν τα μάτια της Κούγκα, παρατηρώντας το χλωμό
πρόσωπό της κι ένιωθε τον πόνο να του τρυπά την ψυχή. Δεν μπορούσε να
μείνε αδιάφορος μπροστά στην καρτερία της πεθεράς του, που αγόγγυστα,
όλες τις μέρες της περιπέτειας, το μόνο που έκανε, ήταν να κουβαλά τον
βαρύ μπόγο της, να φροντίζει για το τσάι και την τροφή όλων των άλλων,
στις στάσεις που έκαναν, ενώ η ίδια, αδιάλειπτα επαναλάμβανε ψιθυριστά
το « Ομ μάνι... ». Στο πρόσωπό της έπαιρνε μορφή ξεκάθαρη, η ευσπλαχνία
του Βούδα και όλων των Μποντισάτβα, που μπορούσε να ανακαλέσει από
τη μνήμη του ο Παλτζόρ, όποτε εστίαζε την προσοχή του στο ρυτιδωμένο
της πρόσωπο. Ο Γκέσε Ντόλκαρ ήταν σκληρό καρύδι. Αποδείχθηκε
ιδιαίτερα ανθεκτικός στην κακουχία και πολύ υπομονετικός. Ούτε μια
στιγμή, στις αναποδιές που είχαν συναντήσει, αφότου εγκατέλειψαν σαν
σκιές τη Ζάντα, δεν ψέλλισε το παραμικρό παράπονο. Ο μικρός Πέμα
Λότσε, ήταν ο μόνος που δεν έδειχνε να πτοείται από την ταλαιπωρία ή από
dharmaraksita
(dharmaraksita)
#1