της μεθορίου ακολουθούσε τη διαδρομή του ποταμού Λανγκτσάν Καμπάμπ,
που εγκαταλείποντας το Θιβέτ άλλαζε όνομα και ήταν γνωστός ως
Σουτλέτζ.
Δεν συνάντησαν ψυχή ανθρώπου ως αυτή τη στιγμή. Έμεναν λίγα
μέτρα, ίσως πιο λίγα από εκατό για να διαβούν την αφύλαχτη μεθόριο, προς
την άλλη μεριά. Ο Τσεγκιάμ Λουντούπ, ξαφνικά, άφησε κατά μέρος τη
σιωπή του. « Έχω ακούσει πολλές φορές » , άρχισε να λέει, « ότι αυτοί που
χαράζουν τις γραμμές ανάμεσα στα κράτη, ποτέ δε νοιάζονται για τους
ανθρώπους. Κι εδώ στα δικά μας μέρη έχει γίνει το ίδιο. Όπως μου έλεγε ο
πατέρας μου και πριν απ’ αυτόν ο πατέρας του, που οδηγούσαν καραβάνια να
περνούν τα Ιμαλάια, όπως κάνω κι εγώ, το Σιπκί Λα έσμιγε τους ανθρώπους,
που ζούσαν στο Θιβέτ μ’ εκείνους που ζούσαν στη δυτική μεριά των μεγάλων
βουνών. Οι άνθρωποι, κι από τις δυο μεριές του περάσματος είμαστε ίδιοι.
Μιλούμε την ίδια γλώσσα, η ψυχή μας μοιράζεται την ίδια πίστη, έχουμε
πλαστεί αιώνες, πριν ανακαλυφθούν τα κρατικά σύνορα, μαζί με τους
παγωμένους ανέμους και τα πέτρινα εδάφη των υψιπέδων και των οροπεδίων
αυτού του τόπου, όπου ανέκαθεν μοιράζονταν θεοί ως κατοικία τους. Για
τούτο και η γη που μας τρέφει, είτε απ’ εδώ, είτε από κει βρίσκεται είναι το
Σάγκρι Λα. Στα δικά μου χρόνια, μας έχουν μοιράσει. Το Θιβέτ το πήρε η
Κίνα και είμαστε υποχρεωμένοι να υπακούμε στις διαταγές των Κινέζων, που
δεν γνωρίζουν ούτε τη γλώσσα μας. Όσοι ζουν στα δυτικά και κατοικούν στις
επαρχίες του Χιματσάλ Πραντές, του Λαντάκ, του Ζανσκάρ... υπακούνε τους
Ινδούς ...».
Προσέχοντας όσα έλεγε ο Τσεγκιάμ Λουντούπ δεν πήραν είδηση πότε
πέρασαν την άλλη μεριά των συνόρων. Ο Γκέσε Ντόλκαρ κοντοστάθηκε και
με έκδηλη την συγκίνηση στη φωνή του, έδειξε τον ιστό, με ό,τι είχε
απομείνει από την ινδική σημαία, που ερείπωνε απροστάτευτη, εξαιτίας της
μανίας των οργισμένων ανέμων....