χωρικοί, που δεν έκρυβαν την συμπάθειά τους για τους εξεγερμένους,
πλήρωσαν πολύ βαριά την ανυποταξία τους στην κινέζικη κυριαρχία. Με
τίποτα δεν μπορούσε να κρατηθεί μυστικό, ακόμα κι απ’ τους Θιβετανούς
νομάδες, που τριγυρνούσαν με τα κοπάδια τους από βοσκή σε βοσκή,
μακριά από πόλεις και χωριά, το τί είχε συμβεί, μετά την καταστολή. Ήταν
τόσα τα θύματα των βομβαρδισμών, ανάμεσά τους ανήμπορες γυναίκες με
μωρά, ασθενικές γερόντισσες και ηλικιωμένοι άνδρες, στο δειλινό του βίου
τους, που δεν έχουν καταμετρηθεί ως τώρα. Οι τραυματίες έμεναν μόνοι,
χωρίς καμιά φροντίδα. Αβοήθητοι, αδύναμοι να σταματήσουν το αίμα των
πληγών τους. Δεν υπήρχε ψυχή ν’ ακούσει τις κραυγές του πόνου τους.
Τους πιο τυχερούς τους θάβανε οι στρατιώτες ζωντανούς. Όσοι παρέμεναν
άθαφτοι γίνονταν τροφή των άγριων σκυλιών, που τριγυρνούσαν σε
αγέλες....
Ο Ναμγκιάλ Πασάγκ δεν άφηνε στους άλλους να διαβάζουν τις
σκέψεις του, ιδίως στους ανθρώπους του Κόμματος ή σε όσους έρχονταν
απ’ την πρωτεύουσα Ξινίγκ. Όλοι τον θεωρούσαν καλό κομμουνιστή, αφού
δεν είχε δώσει δείγματα ανυπακοής, ούτε καν είχε αμφισβητήσει, έστω
φραστικά κάποια απ’ τις ντιρεκτίβες, που προωθούσαν για εφαρμογή οι
φορείς της λαϊκής εξουσίας, όπως συνέβαινε συχνά με άλλους μειονοτικούς.
Γρήγορα κατάφερε να συνεννοείται στα κινέζικα και αργότερα, με αρκετή
δυσκολία είναι αλήθεια, έμαθε να γράφει στη γλώσσα αυτή.
Η προκοπή του Ναμγκιάλ και η νομιμοφροσύνη του εκτιμήθηκε
ιδιαίτερα από τους κομματικούς και τους ανθρώπους της κυβέρνησης. Ήταν
ένα παράδειγμα προς μίμηση, για όλους τους Θιβετανούς, που επέμεναν με
ξεροκεφαλιά στις αντιδραστικές ιδέες τους και εμφανίζονταν έντονα
απρόθυμοι να αποδεχθούν τους όρους της δημοκρατικής μεταρρύθμισης
στον τόπο τους.