Το ψύχος που κυριαρχούσε σε ύψος 5.669 μέτρων, στο πέρασμα
Σιπκί Λα στην οροσειρά των Μεγάλων Ιμαλαΐων, μαζί με την
συσσωρευμένη κακουχία όλων των προηγούμενων ημερών πορείας, δεν
επέτρεψαν στις οικογένειες του Παλτζόρ Ουάνγκτσεν και του Γκέσε
Ντόλκαρ πανηγυρισμούς τη στιγμή που διάβηκαν τη μεθόριο και πέρασαν
στον ελεύθερο κόσμο.
Όλοι τους παρέμεναν σιωπηλοί, κοιτάζοντας το λείψανο της ινδικής
σημαίας, που κρεμόταν παγωμένη στον ιστό, σημαδεύοντας το σύνορο
ανάμεσα σε δύο χώρες, ορίζοντας την είσοδο σε έναν διάφορο κόσμο για
τους μέχρι πριν λίγα λεπτά φυγάδες και από δω και μπρος πρόσφυγες.
Ο Παλτζόρ κουβαλούσε στην πλάτη τον Πέμα, κρατώντας συγχρόνως
στο δεξί χέρι έναν μπόγο, που δύσκολα συγκρατούσε για να μην σέρνεται
στο χιόνι. Από το Σιπκί Λα άφησε το βλέμμα του να πετάξει σε απόμακρες
κορυφές, που άγγιζαν τον ουράνιο θόλο με προπέτεια. Έμεινε
αποσβολωμένος, λες και αντίκρυζε κάτι πρωτόγνωρο. Ο ήλιος δεν είχε
διανύσει μεγάλη απόσταση από την ανατολή και το φως της μέρας ήταν
θαμπό, σαν να πάλευε με τη νύχτα, προσπαθώντας να την απωθήσει με βία
στα υπόσκαφα κρυσφήγετά της.
Ο Παλτζόρ Ουάνγκτσεν έστρεψε το πρόσωπο προς τα πίσω, ήθελε να
μιλήσει στο γιο του. Δεν κατάφερε να αρθρώσει λέξη. Το μόνο που
ακούστηκε ήταν ένας πνιχτός λυγμός. Από τις σχισμές των πρησμένων
ματιών του, καυτά δάκρυα πλημμύρισαν το καψαλισμένο από τις ριπές των
παγωμένων ανέμων πρόσωπό του. Τα σκασμένα χείλη, τα μάγουλα, σαν να
δροσίστηκαν από τα δάκρυα που έτρεχαν ασταμάτητα. Άφησε το μπόγο
καταγής και προσπάθησε να σκουπιστεί. Τα δάχτυλα είχαν ξυλιάσει, ήταν
πρησμένα και αλύγιστα, δεν τα ένιωθε διόλου.
Σε λίγο θα έφταναν στο χωριό Κχάμπο, στην αρχή της κοιλάδας Πόο,
πλάι στη διαδρομή του ποταμού Σουτλέτζ. Όλοι τους ένιωθαν