Παλτζόρ κατάφερε ν’ ανοίξει, έστω λίγο, τα βλέφαρα του δεξιού ματιού.
Τώρα έβλεπε καλύτερα. Τα είχε χαμένα. Άνοιξε το στόμα για να ρωτήσει
την Κούγκα, πού βρίσκονταν. Η φωνή του βγήκε βαθιά, αλλοιωμένη, του
φάνηκε ξένη, σαν να μιλούσε κάποιος άλλος από μέσα του. Η Κούγκα
έσκυψε και του φίλησε τρυφερά το μάγουλο. Ο καλόγερος του φαινόταν
πανύψηλος και προς στιγμή όλα του φάνηκαν τόσο άβολα. Ένα χαμόγελο
από τον ηλικιωμένο καλόγερο, τον καθησύχασε. Άκουσε τη φωνή του,
τρυφερή και καλωσυνάτη· « τάσι ντελέκ παιδί μου, όλα θα περάσουν, μην
ανησυχείς... ». Τα βλέφαρα δεν μπόρεσαν να κρατήσουν άλλο τα μάτια
ανοιχτά. Αφέθηκε να τον παρασύρει ο ύπνος.
Στις αρχές Μαρτίου του 2000, όταν πλέον οι δρόμοι είχαν ανοίξει και
ήταν ασφαλείς από τους πάγους, ο Παλτζόρ Ουάνγκτσεν, η Κούγκα
Τσέρινγκ και ο μικρός γιος τους εγκατέλειψαν το φιλόξενο Κχάμπο με
προορισμό την Νταραμσάλα. Οι μοναχοί της Τάσιγκανγκ Γκόμπα, όσον
καιρό χρειάστηκε να μείνουν στο μικρό χωριό, ώσπου να αποκατασταθεί
ικανοποιητικά η κατάσταση της υγείας του Πλατζόρ, στάθηκαν με το
παραπάνω δίπλα τους. Ο σεβάσμιος Λάμα Δρ Γιέσι Ντόλμα Ρίνποτσε, ο
μοναχός που πρωτοείδε ο Παλτζόρ, μόλις βρήκε τις αισθήσεις του, επιφανής
θεραπευτής της θιβετανικής ιατρικής παράδοσης, βρισκόταν πάντοτε δίπλα
του. Μετά την υπογλυκαιμία και υποθερμία που είχε υποστεί, αμέσως μετά
τη διάβαση του Σιπκί Λα και το πέρασμά τους στην Ινδία, ο Παλτζόρ
Ουάνγκτσεν κινδύνεψε σοβαρά.
Στον εξώστη του κτιρίου της Νταραμσάλα, ο Παλτζόρ Ουάνγκτσεν,
καθώς εξιστορούσε την φυγή από το Θιβέτ, ανακαλώντας περιστατικά που
φύλαγε η μνήμη του, έφτασε κάποια στιγμή στο παρόν. Σώθηκαν πια τα
λόγια, που γέμιζαν πίκρα, οργή και άγχος το νου. Παρόλες τις δυσκολίες
που αντιμετώπιζαν, ο ίδιος και η Κούγκα για να τα φέρουν βόλτα, στην