Γλωσσάρι
Γκελούκπα· μια από τις σχολές του θιβετανικού Βουδισμού.
Γενεαλογία Γκελούκπα· η μετάδοση των πνευματικών παραδόσεων από
τον ιδρυτή της Σχολής στους μαθητές του, που συνεχίζεται αδιάλειπτα, σε
μια ζωντανή σχέση δασκάλου (γκουρού) και μαθητή (τσέλα).
Γκόμπα· θιβετανική λέξη που σημαίνει μοναστήρι.