Παντμασαμπχάβα· ο Ινδός σοφός που εισήγαγε τον Βουδισμό στο Θιβέτ,
τον 8ο αιώνα μ.Χ.. Στον Παντμασαμπχάβα, που οι Θιβετανοί αποκαλούν
Γκουρού Ρίνποτσε , αποδίδονται και οι ταντρικές διδασκαλίες του
θιβετανικού Βουδισμού.
Ποτάλα· η έδρα του Δαλάι Λάμα στην Λάσα του Θιβέτ. Ως κτίριο, υπέροχο
και εντυπωσιακό ανάκτορο.
Προστερνισμός· νεολογισμός της ελληνικής γλώσσας, για να αποδοθεί ένας
τρόπος σωματικής κίνησης, έκφραση ευλάβειας των Θιβετανών Βουδιστών.
Μοιάζει με τις μετάνοιες των Χριστιανών και των Μουσουλμάνων. Λέγεται
προστενισμός , διότι ο ασκούμενος ξαπλώνει μπρούμυτα, με το στέρνο στο
έδαφος, στο πάτωμα κ.λπ., όταν κάνει τις μετάνοιές του.
Ραμπγιούγκ· περίοδος κύκλου ετών, κατά το θιβετανικό ημερολόγιο.
Σάγκρι λα· ονομασία που αποδίδεται στο Θιβέτ, αλλά παραπέμπει σ’ έναν
ουτοπικό ή παραδείσιο τόπο.
Σακιαμούνι· ο Σιντάρτα Γκοτάμα είχε και το επώνυμο Σακιαμούνι , που
προσδιόριζε την φυλή του. Ο Σιντάρτα Γκοτάμα Σακιαμούνι, είναι ιστορικό
πρόσωπο, που έζησε στην Ινδία τον 6ο αιώνα π. Χ. και αναδείχθηκε ως
Βούδας. Στην εποχή που διανύει η ανθρωπότητα και που ζούμε κι εμείς,
κατά την βουδιστική παράδοση, έχουν εμφανισθεί ήδη τέσσερις βούδες, με
τέταρτο τον ιστορικό Βούδα Σακιαμούνι και πέμπτο τον αναμενόμενο
Μαϊτρέγια.
Σουνιάτα· ορολογία που αποδίδει μονολεκτικά, την θεμελιώδη διδασκαλία
περί της κενότητας των μορφών, των πραγμάτων.