Όταν ο Παλτζόρ έγινε δέκα πέντε χρονών, παρατήρησε πως ο
πατέρας δεν έκανε συντροφιά, ούτε με έναν Θιβετανό. Ούτε με Κινέζους. Η
μητέρα του έδειχνε περισσότερο κοινωνική, αλλά μονάχα στο χώρο της
δουλειάς της. Στο μικρό σπίτι τους ο Παλτζόρ δεν θυμόταν να δέχθηκαν
ποτέ επισκέψεις. Όσα κρατούσε η μνήμη του αναμνήσεις από γιορτές, ήταν
αυτές που γιορτάζονταν με φανφάρες στο σχολείο.
Τα παιδιά, ποτέ δεν θυμόντουσαν τον πατέρα να επισκέπτεται κάποιο
ναό. Ούτε τον είδαν να συμμετέχει σε κάποιο προσκύνημα. Ο Παλτζόρ, μια
φορά μονάχα θυμάται, που ο πατέρας ήταν για μέρες άρρωστος στο σπίτι
και καθώς αναπαυόταν σε μια καρέκλα βλέποντας προς το δρόμο, κρατούσε
μια πολυκαιρισμένη μάλα , μετρώντας ασυλλόγιστα τις φορές που
επαναλάμβανε μουρμουρίζοντας, το μάντρα του Τσενρέζι. Ποτέ δεν τους
είχε μιλήσει για οτιδήποτε είχε σχέση με τη θρησκεία, με τον Δαλάι Λάμα ή
έστω με τα παιδικά χρόνια του, που είχε περάσει ως μοναχός στο
Κουμπούμ. Έδινε την εντύπωση πως είχε σφραγίσει ερμητικά και την
παραμικρή χαραμάδα της μνήμης, μη επιτρέποντας την απελευθέρωση από
τα κατάβαθα του νου, ό,τι τον συνέδεε με το παρελθόν.
Η Ράμπα Τενζίγκ συνήθιζε, όποτε ήταν εύκαιρη, να πηγαίνει στο ναό
Ράμοτσε. Έδειχνε ιδιαίτερη ευλάβεια για την εικόνα Ακσόμπια, που
ιστορούσε τον Σακιαμούνι ως παιδί, σε ηλικία οκτώ χρονών. Παρά τις
προσπάθειες αποκατάστασης που έκαναν ειδικοί, τα τραύματα βίαιης
φθοράς παρέμεναν ορατά πάνω στην αρχαία εικόνα. Ο ναός Ράμοτσε είχε
κτισθεί την εποχή του βασιλιά Σόνγκτσεν Γκάμπο, όταν διάλεξε ως
πρωτεύουσά του τη Λάσα, και στέγασε την εικόνα Ακσόμπια. Η ιερή εικόνα
του Βούδα Σακιαμούνι σε παιδική ηλικία είχε φτάσει στο Θιβέτ με την
πριγκίπισσα Μπρικούτι, μια από τις συζύγους του βασιλέα. Η πριγκίπισσα
μαζί με όλη την προίκα, που είχε κουβαλήσει απ’ το Νεπάλ, τόπο
καταγωγής της, είχε φέρει και την εικόνα Ακσόμπια.
dharmaraksita
(dharmaraksita)
#1