Ο Παλτζόρ Ουάνγκτσεν ήταν τελειόφοιτος στο λύκειο. Ο πατέρας
μολονότι ήταν πενήντα πέντε χρονών μόνον, έδειχνε καταβεβλημένος.
Πάντοτε ο Ναμγκιάλ Πασάγκ ήταν εξαιρετικά λιτοδίαιτος και αδύνατος.
Έτσι στην αρχή, κανένας στο σπίτι δεν πρόσεξε την ανορεξία του, που
εμφανίσθηκε απ’ τα μέσα Μαρτίου του 1989. Αρχές του επόμενου μήνα
έγινε πια φανερό πως έχανε βάρος και τότε μετά και από πιέσεις της
μητέρας επισκέφθηκε το Νοσοκομείο του Λαού, όπου εργαζόταν η Ράμπα
Τενζίγκ για εξετάσεις. Οι γιατροί αποφάσισαν να κρατήσουν τον Ναμγκιάλ
για να ερευνήσουν την κατάστασή του. Η μητέρα, ελάχιστες ώρες ερχόταν
στο σπίτι. Βρισκόταν στο πλάι του άντρα της, που τον έβλεπε εντελώς
ανήμπορη, να λιώνει στην κυριολεξία μέρα με τη μέρα. Η διάγνωση ήταν
απελπιστική. Είχαν εξανεμισθεί και τα τελευταία ίχνη ελπίδας για επιβίωση.
Καλπάζουσα λευχαιμία. Η κατάληξη του ασθενή αναμενόμενη, χωρίς
αμφιβολία και σύντομα. Δεν υπήρχε διέξοδος που να μπορεί να αναστρέψει
την δυσοίωνη προοπτική. Στις 25 Μαΐου της ίδιας χρονιάς, ξημερώματα,
πριν ακόμη ο ήλιος φανεί στον ουράνιο θόλο, η καρδιά του Ναμγκιάλ
Πασάγκ έπαυσε να χτυπά.
Στο σπίτι έμεναν πλέον η μητέρα, ο Παλτζόρ και ο αμέσως
μεγαλύτερος αδελφός, που σπούδαζε. Ο πρώτος γιος είχε γίνει τεχνίτης
αυτοκινήτων και βρήκε δουλειά στην Ξινίγκ, επιστρέφοντας στον τόπο απ’
όπου καταγόταν η οικογένεια.
Ο Παλτζόρ Ουάνγκτσεν πριν αποφοιτήσει απ’ το λύκειο, είχε πάρει
τις αποφάσεις του σχετικά με τις σπουδές του. Θα σπούδαζε θιβετανική
γλώσσα και πολιτισμό στο Πανεπιστήμιο του Θιβέτ, στη Λάσα. Επί τέλους,
σκεφτόταν, θα είχε την ευκαιρία να εμβαθύνει και να ανακαλύψει τη
μυστική δύναμη των λέξεων της μητρικής του γλώσσας. Όποτε είχε χρόνο