Τον τρίτο χρόνο αφότου άρχισε να εργάζεται στο σχολείο, ο Παλτζόρ
γνώρισε την Κούγκα Τσέρινγκ. Μια κοπέλα μικρότερή του κατά τέσσερα
χρόνια, όμορφη και δροσερή.
Η Κούγκα Τσέρινγκ ήρθε στη Λάσα με τους γονείς της, πριν δύο
χρόνια από την πατρίδα της, το χωριό Ντουλίνγκο της περιφέρειας Κάντζε,
στη θιβετανική επαρχία Κάμ, που είχε ενσωματωθεί στο κινέζικο Σετσουάν.
Στο σχολείο είχε μάθει μονάχα κινέζικα. Τα θιβετανικά τα μιλούσε, αλλά
δεν μπορούσε να γράψει, ούτε να διαβάσει. Όπως είπε στον Παλζόρ σε μια
από τις πρώτες συναντήσεις τους, στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου, ένας
μεγάλος αριθμός Θιβετανών νέων, που ζούσαν σε κινέζικες επαρχίες,
αγνοούσαν το αλφάβητο της μητρικής γλώσσας τους, τους κανόνες
γραμματικής και σύνταξης, ενώ για τον πολιτισμό του τόπου τους, γνώριζαν
μονάχα όσα ήταν σε θέση να τους μεταδώσουν γονείς και παππούδες ή
γιαγιάδες.
Μια μέρα που ο Παλτζόρ και η Κούγκα έκαναν περίπατο στο νησί
Γκουμολίνγκα, στη νότια πλευρά της πόλης, τη ρώτησε πάνω στην
κουβέντα, γιατί εγκατέλειψαν τον τόπο τους και εγκαταστάθηκαν στη
Λάσα. Η Κούγκα Τσέρινγκ μειδιώντας χαριτωμένα, του έδωσε την ίδια
απάντηση που έδινε και ο πατέρας της σε παρόμοιες περιστάσεις: «... για να
μπορούμε άφοβα, τουλάχιστον, να σκεφτόμαστε και να πλάθουμε τα όνειρά
μας στη θιβετανική γλώσσα...».
Μετά το θάνατο της μητέρας, ο μεγαλύτερος αδελφός γύρισε στην
Ξινίγκ, ο Ουγκιέν τελείωσε τις σπουδές του κι έπιασε δουλειά στο
εργοστάσιο χαλιών της Λάσα, πολύ κοντά στο Πανεπιστήμιο. Βρήκε ένα
μικρό δωμάτιο στην ανατολική πλευρά της πόλης, ανάμεσα στο εργοστάσιο
και στην πανεπιστημιούπολη.
Αν και η αρμόδια υπηρεσία του Δήμου δεν ζήτησε απ’ τον Παλτζόρ
να εγκαταλείψει το διαμέρισμα που είχε παραχωρηθεί στον πατέρα του, ο