ίδιος δεν άντεχε τη μοναξιά σ’ ένα σπίτι φορτωμένο αναμνήσεις, που
βάραιναν τη διάθεσή του.
Ο Παλτζόρ ένα χρόνο και κάτι, αφότου άρχισε να εργάζεται
παρέδωσε το σπίτι, εγκαταλείποντας ποικίλες μνήμες από τα πρώτα χρόνια
του στη Λάσα με όλη την οικογένεια. Προηγουμένως είχε βρει ένα δωμάτιο,
σ’ ένα μεγάλο παλιό οίκημα στο θιβετανικό τομέα της πόλης. Στην αρχή
μοιραζόταν το σπίτι με άλλους τρεις εργένηδες. Αργότερα οι συγκάτοικοί
του βολεύτηκαν αλλού και τα άδεια δωμάτια παραχωρήθηκαν σε μια
οικογένεια, που είχε φθάσει από την επαρχία Σετσουάν. Ήταν η οικογένεια
της Κούγκα Τσέρινγκ.
Ο Παλτζόρ πρόσεξε την Κούγκα, με την πρώτη ματιά που
αντάλλαξαν. Τον είχε σαγηνεύσει το ντροπαλό χαμόγελό της που φώτιζε
όλο το πρόσωπο. Οι σχέσεις του νεαρού με την οικογένεια της κοπέλας
εξαρχής ήταν εγκάρδιες. Όταν έμαθε πως η Κούγκα Τσέρινγκ δεν γνώριζε
γραφή και ανάγνωση της θιβετανικής γλώσσας και ποθούσε όσο τίποτε
άλλο, να καλύψει τα κενά στις γνώσεις, προσφέρθηκε να της παραδίδει
μαθήματα χωρίς αμοιβή. Στη διάρκεια των μαθημάτων γνωρίστηκαν οι δυο
τους καλύτερα και η σχέση τους προχώρησε....
Ο Παλτζόρ και η Κούγκα δεν άφησαν τον χρόνο να τους δοκιμάσει.
Και οι δυο ένιωσαν το τσίμπημα στην καρδιά, που είναι σημάδι επίσκεψης
του έρωτα. Οι ατέλειωτες συζητήσεις που έκαναν, είτε στη διάρκεια των
μαθημάτων, είτε κάθε φορά που είχαν ελεύθερο χρόνο, τους έδειξε ότι
ταίριαζαν. Η μεταξύ τους συναναστροφή ήταν μια αμοιβαία απόλαυση. Σε
αρκετά θέματα είχαν διαφορετικές απόψεις. Μερικές φορές,
υπερασπίζονταν τη γνώμη τους με θέρμη και πείσμα. Ποτέ όμως δεν
μάλωσαν, ούτε ψυχράνθηκαν, έστω προς στιγμή. Έκριναν πως τα σημάδια
ήταν ευοίωνα για τους δυο και αποφάσισαν να παντρευτούν. Οι γονείς της