Η δυστυχία των εργατών και κυρίως των ρακένδυτων αγροτών της
κινεζικής υπαίθρου επιτάθηκε, καθώς οι ταλαίπωροι άνθρωποι πλησίαζαν
στα όρια της ψυχολογικής αντοχής τους. Κατάντησαν παθητικοί θεατές της
πλημμύρας με ένα σωρό περίτεχνων και εντυπωσιακών προϊόντων,
άγνωστων μέχρι χθες, που ήταν συσσωρευμένα στα μαγαζιά των πόλεων.
Χάζευαν με τις ώρες εμπρός από τις βιτρίνες, όποτε κατέβαιναν στην πιο
κοντινή αγορά. Όπως ήταν στοιβαγμένα τα καινούργια αγαθά στις προθήκες
των καταστημάτων ή στα ράφια, ενώ τα παρατηρούσαν με περιέργεια, με
θαυμασμό και ανομολόγητη επιθυμία, ένιωθαν κατά βάθος, πως όλα αυτά
τα δελεαστικά αντικείμενα, τους περιγελούσαν με τον πιο ταπεινωτικό
τρόπο, αφού οι ίδιοι, ούτε καν να τ’ αγγίξουν είχαν το δικαίωμα. Το
εισόδημά του ήταν τόσο φτωχό, που όλα όσα κοίταζαν ήταν απαγορευμένα
γι’ αυτούς.
Ο Παλτζόρ, η Κούγκα, ο πατέρας της και οι φίλοι τους, που
αγωνιούσαν για την τύχη του Θιβέτ και των Θιβετανών, έβλεπαν την
κατάσταση στην οποία είχε περιπέσει ο κινεζικός λαός, μετά το άνοιγμα των
συνόρων της Κίνας στη λατρεία του ανθρωποφάγου ειδώλου του
αμερικανικού δολαρίου, σαν μια φοβερή επέλαση θανατηφόρας επιδημικής
αρρώστιας, που απειλούσε να καταλύσει ακόμα και το άσυλο του νου τους.
Σε καμιά περίπτωση δεν περνούσε απ’ τη σκέψη τους κάποια δυναμική
ενέργεια βίας. Από τη μια μεριά η μελέτη της ιστορίας αποδείκνυε, ότι η βία
αναπαράγει ατέρμονα βία και συχνά χάνεται η ελπίδα μιας διεξόδου. Από
την άλλη, ο Βουδισμός, που ενέπνεε όλες τις εκφάνσεις της ζωής τους, είτε
σαν λαού, είτε ως ατόμων, ήταν απόλυτα αρνητικός σε οποιαδήποτε πράξη
ή παράλειψη, μπορούσε να προξενήσει πόνο, πολύ περισσότερο τον θάνατο,
ακόμη και στο πιο μηδαμινό, με τα μέτρα του ανθρώπου, αισθανόμενο
πλάσμα.
dharmaraksita
(dharmaraksita)
#1