Ώρες ώρες ο Παλτζόρ σκεφτόταν το παρελθόν του τόπου του. Είχε
φυλαγμένη την ελπίδα, πως η δύναμη που συνείχε την θιβετανική ψυχή δεν
είχε χαθεί. Για να κρατήσει άσβηστη την πεποίθησή του εύρισκε
αδιάψευστες μαρτυρίες από γεγονότα άλλων εποχών. Θυμόταν πως οι
Καθολικοί Ιησουΐτες, προσπαθούσαν επί έναν αιώνα περίπου να
εκπορθήσουν τις ψυχές των Θιβετανών, προσηλυτίζοντάς τους στον
Χριστιανισμό και το μόνο που κατάφεραν ήταν να βρουν μονάχα δέκα τρεις
ταλαίπωρους, όλους κι όλους, που έγιναν Καθολικοί. Του προκαλούσε
μεγάλη ικανοποίηση το γεγονός πως οι κινεζικές αρχές με πολύ δυσκολία
εύρισκαν πρόθυμους συνεργάτες ανάμεσα στο λαό του, παρότι η κατοχή
διαρκούσε ήδη μισόν αιώνα. Ένας λυγμός ξέφυγε και το πρόσωπό του έγινε
σκυθρωπό, από θλίψη καθώς έφερε στο νου του τον πατέρα του....
Ούτε στιγμή δεν είχε περάσει μέχρι τώρα απ’ το μυαλό του Παλτζόρ
Ουάνγκτσεν και της Κούγκα Τσέρινγκ να διαφύγουν στο εξωτερικό
εγκαταλείποντας τον τόπο τους. Φανερά προβλήματα δεν αντιμετώπιζε στο
σχολείο ο Παλτζόρ. Τα χρήματα δεν ήταν πολλά, αλλά τα έφερναν βόλτα με
την αγαπημένη του, που ήταν αναγκασμένη να φροντίζει τον μικρό Πέμα
Λότσε και για τούτο δεν εργαζόταν. Όσο μπορούσαν οι γονείς της Κούγκα
τους βοηθούσαν, με όποιο τρόπο μπορούσαν. Και οι δυο, είχαν αποφασίσει
μετά από πολλές συζητήσεις και περίσκεψη, να κρατήσουν τον Πέμα κοντά
τους στο σπίτι, μέχρι να φτάσει σε ηλικία που η φοίτηση στο σχολείο ήταν
υποχρεωτική αλλά και απόλυτα αναγκαία.
Ένα βράδυ, ενώ όλοι οι ένοικοι των σπιτιών που έβλεπαν στην ίδια
αυλή, όπου βρισκόταν και το σπίτι του Παλτζόρ Ουάνγκτσεν και της
Κούγκα Τσέρινγκ ξεκουράζονταν και πλησίαζε η ώρα για ύπνο,
αναστατώθηκαν από τις φωνές αστυνομικών και τον έντονο θόρυβο που
ακούστηκε, καθώς σπάσανε με βία την εξώθυρα του παραδιπλανού σπιτιού
όπου έμενε μόνη της η Μιγκμάρ Κάλου. Η Μιγκμάρ Κάλου ήταν