χωρισμένη, περίπου τριάντα πέντε χρόνων, μέλος του κομμουνιστικού
κόμματος και δούλευε στο γραφείο του ταξιδιωτικού πρακτορείου CITS,
στον δυτικό τομέα της πόλης, στην Ντέκιϊ Νουμπ Λαμ. Είχε σπουδάσει
στην Κίνα με υποτροφία οικονομικά τουριστικών επιχειρήσεων και ήταν η
σίγουρη μελλοντική διευθύντρια στο Γραφείο, όπου ήδη εργαζόταν. Γενικά
ήταν πολύ κοινωνική γυναίκα και οι συντροφιές της περιλάμβαναν Κινέζες
και Κινέζους συναδέλφους της, είτε από το γραφείο, είτε από το αεροδρόμιο
της Λάσα. Οι ένοικοι των άλλων σπιτιών, που έβλεπαν και μοιράζονταν την
ίδια αυλή του παλιού τεράστιου οικήματος στην καρδιά του θιβετανικού
τομέα, όλοι τους Θιβετανοί, κρατούσαν αποστάσεις από την Μιγκμάρ.
Ορισμένοι την απέφευγαν ολοφάνερα, θεωρώντας την σπιούνο του
Γραφείου Κρατικής Ασφάλειας της Λάσα. Ακούγοντας τις φωνές των
αστυνομικών εκείνο το παγωμένο βράδυ του Φλεβάρη, καθώς ορμούσαν
μαινόμενοι μέσα στο σπίτι της γειτόνισσας, με τα όπλα στα χέρια,
παρακολουθούσαν από τα παράθυρα, τα συμβάντα, με εύλογη απορία,
έχοντας οι πιο πολλοί σβησμένα φώτα. Ο φόβος από την έφοδο των
ασφαλιτών τους είχε παραλύσει τους πάντες. Μετά από τρία τέταρτα της
ώρας βγήκαν απ’ το σπίτι επί τέλους οι έντεκα ασφαλίτες. Έσερναν στην
κυριολεξία την Μιγκμάρ Κάλου, που την είχαν δεμένη οπισθάγκωνα και
άλλους τρεις, δυο άντρες και μια γυναίκα. Δεν ήταν σε θέση να ξεχωρίσουν
αν ήταν Θιβετανοί ή Κινέζοι. Τους πέρασαν απ’ την αυλή και τους
στρίμωξαν στην κλούβα που περίμενε στο δρόμο.
Επί τέσσερις μέρες, κανένας δεν είχε μάθει κάτι για την τύχη της
γυναίκας και των φίλων της. Δεν ακούστηκε για το πού τους κρατούσαν και
ποιος ήταν ο λόγος της σύλληψής τους.
Την πέμπτη μέρα από τα γεγονότα, που τάραξαν τον μικρό κύκλο των
ενοίκων του παλιού αρχοντικού, έφτασαν ειδήσεις για την τύχη των
συλληφθέντων. Όλοι τους ήταν Θιβετανοί. Τους φύλαγαν στα κεντρικά
κρατητήρια της Ασφάλειας, όπου υποβάλλονταν σε επανειλημμένες
dharmaraksita
(dharmaraksita)
#1