ανακρίσεις. Μετά από δέκα μέρες έγινε γνωστό, πως οι τρεις επισκέπτες της
Μιγκμάρ Κάλου είχαν αφεθεί ελεύθεροι, αφού προηγουμένως
υποχρεώθηκαν να πληρώσουν το υπέρογκο ποσό των πέντε χιλιάδων γιουάν
ο καθένας, ως πρόστιμο για το αδίκημά τους.
Με αμέτρητες προφυλάξεις ο Παλτζόρ κατάφερε να συναντήσει έναν
από τους φίλους της Μιγκμάρ, που είχαν συλλάβει οι ασφαλίτες. Τον
γνώριζε από τον αδελφό του, δούλευαν μαζί στο εργοστάσιο χαλιών.
Συναντήθηκαν ένα απόγευμα, την ώρα που η νύχτα απλώνει το πέπλο της
σβήνοντας τις τελευταίες αναλαμπές του φωτός της ημέρας. Η συνάντησή
τους ήταν προσχεδιασμένη καλά κι έγινε δήθεν τυχαία, σ’ ένα από τα πολλά
στενά της παλιάς πόλης, όπου με δυσκολία χωρά να περάσει άνθρωπος.
Μέσα σε δευτερόλεπτα ο Σόναμ Γκιάλτσεν με μισόλογα είπε στον Παλτζόρ,
πως το βράδυ που είχε κάνει την έφοδο η Ασφάλεια και τους συνέλαβε, τους
είχε καλέσει σπίτι της η Μιγκμάρ να δουν στο βίντεο μια κασέτα με σκηνές
από την ζωή του Δαλάι Λάμα στην Νταραμσάλα και μια
κινηματογραφημένη σύντομη συνομιλία της Αγιότητάς του μ’ έναν Ινδό
δημοσιογράφο. Η Μιγκμάρ Κάλου είχε προμηθευτεί την βιντεοκασέτα από
το υπόγειο δίκτυο της Λάσα, που προμήθευε τους Θιβετανούς με παράνομο
υλικό ενημέρωσης κυρίως, που μεταφερόταν κρυφά από τον έξω κόσμο.
Του είπε ακόμα, πως η Μιγκμάρ θα ήταν υπό κράτηση ως τη δίκη της, που
θα γινόταν σε ένα μήνα περίπου, στο Δευτεροβάθμιο Λαϊκό Δικαστήριο της
Λάσα. Σε λίγες μέρες θα μεταφερόταν από τα κρατητήρια στη φυλακή
Ντράπτσι. Ήταν βέβαιο ότι θα καταδικαζόταν ως ένοχη για δραστηριότητα
που συνιστά προδοσία κατά της πατρίδας. Έτσι χαρακτηριζόταν η κατοχή
φωτογραφιών του Δαλάι Λάμα ή η παρακολούθηση βιντεοταινίας με θέμα
τον εξόριστο ηγέτη όλων των Θιβετανών. Οι δικαστές μάλλον θα
εξαντλούσαν την αυστηρότητά τους, για παραδειγματισμό κάθε επίδοξου
αντιρρησία στο καθεστώς, αφού το έγκλημα που έπραξε η Μιγκμάρ Κάλου
δεν τελέσθηκε από κάποιον φανατικό χωριάτη, αλλά από μέλος του
dharmaraksita
(dharmaraksita)
#1