κόμματος και στέλεχος μιας κρατικής εταιρίας. Οι οδηγίες που είχε
περιλάβει σε πρόσφατη εγκύκλιό του ο Μενγκ Ντέλι, του υπουργείου
Δικαιοσύνης της τοπικής κυβέρνησης της Αυτόνομης Περιοχής του Θιβέτ
προς τους δικαστές όλων των βαθμίδων, να αποφεύγουν να καταδικάζουν
σε φυλάκιση πολίτες που συλλαμβάνονταν επειδή κατείχαν φωτογραφία του
Δαλάι Λάμα, ήταν σίγουρο ότι δεν θα εφαρμόζονταν στην υπόθεση της
Μιγκμάρ Κάλου.
Τέλη Μαρτίου του 1999 έγινε η δίκη της Μιγκμάρ Κάλου. Ο Παλτζόρ
Ουάνγκτσεν παρακολούθησε την εξέλιξή της τις δυο μέρες που διήρκεσε.
Στο εδώλιο του κατηγορουμένου καθόταν η γειτόνισσά τους, που όπως
αποδείχθηκε, όλοι την είχαν παρεξηγήσει. Όχι μόνο δεν ήταν άνθρωπος της
ασφάλειας, όπως υποπτευόταν ακόμα και ο ίδιος, αλλά ήταν μια θαρραλέα
γυναίκα, που μπροστά στους δικαστές της, είχε το κουράγιο να
υπερασπιστεί το θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμά της, να εκφράζει χωρίς
φόβο τις πεποιθήσεις της και να απαιτεί από μια ξένη δύναμη που
εγκαταστάθηκε στην πατρίδα της με τη βία των όπλων και με τη χρήση του
τρόμου, να φύγει, επικαλούμενη για τον εαυτό της, όπως και για όλους τους
Θιβετανούς, το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, ως προς την μορφή
διακυβέρνησης του τόπου τους. Ο Παλτζόρ και όλοι όσοι
παρακολουθούσαν την δίκη, δεν μπόρεσαν να είναι παρόντες σε όλη την
απολογία της Μιγκμάρ Κάλου. Σε κάποια στιγμή, ο λαϊκός επίτροπος
ζήτησε από το δικαστήριο σύντομη διακοπή της δίκης. Όταν οι δικαστές
επέστρεψαν στην αίθουσα συνεδριάσεων του λαϊκού δικαστηρίου, ο
σύντροφος πρόεδρος σηκώθηκε από τη θέση του και διάβασε βιαστικά ένα
σημείωμα που κρατούσε στα χέρια. Διέτασσε την συνέχιση της δίκης και
της απολογίας της κατηγορούμενης, χωρίς την παρουσία κοινού και
δημοσιογράφων, για λόγους εθνικής ασφάλειας. Σε λιγότερο από δυο λεπτά
οι αστυνομικοί με στολές, κρατώντας στα χέρια γκλομπς, έβγαλαν τον
κόσμο έξω και έκλεισαν τα φύλλα της βαριάς πόρτας της αίθουσας. Το ίδιο
dharmaraksita
(dharmaraksita)
#1