Ο Παλτζόρ Ουάνγκτσεν, παρά την βροχή, που έπιασε απροειδοποίητα
και έπεφτε πυκνή, όπως συμβαίνει συνήθως την περίοδο των μουσώνων,
απολάμβανε τη συντροφιά των φίλων του. Κάθονταν κάτω από ομπρέλες,
τριγύρω από ένα πλαστικό τραπέζι, στον εξώστη του δώματος της
οικοδομής, όπου στεγαζόταν η οικογένειά του. Τους τελευταίους δεκάξι
μήνες το καταφύγιό τους βρισκόταν σε τούτο το τριώροφο κτίριο. Δεν είχαν
τελειώσει στην εντέλεια οι οικοδομικές εργασίες κι έτσι ήταν οι μόνοι
ένοικοι. Τα ρούχα του Παλτζόρ ήταν από δεύτερο χέρι, δεν μπορούσε ούτε
καν να σκεφτεί έναν προσωπικό χώρο για διάβασμα, για να γράφει ή να
απομονώνεται συντροφιά με σκέψεις, δίνοντας μορφή στις ιδέες και τα
οράματά του.
Η γλυκιά Κούγκα Τσέρινγκ, η καλωσυνάτη σύζυγός του, με δυσκολία
κατάφερνε να κρατά μια τάξη και την απαραίτητη καθαριότητα στο
νοικοκυριό. Ήταν υποχρεωμένη, στα δυο ασοβάτιστα μικρά δωμάτια, που
τους είχαν διατεθεί, να βολέψει τον Παλτζόρ και τον εαυτό της, τον μικρό
dharmaraksita
(dharmaraksita)
#1