Πέμα Λότσε, τον γιο τους, τη θεία Λάμο, που παρά την ηλικία και τα πολλά
παθήματά της ήταν φύλακας και βοηθός, ανεκτίμητη για όλους τους. Τέλος,
είχε υποχρέωση να προσέχει ιδιαίτερα το μωρό που έτρεφε στα σωθικά της,
εδώ και έξι μήνες. Η υγεία της είχε κλονισθεί από τις κακουχίες κατά τη
διάρκεια της φυγής απ’ την πατρίδα. Η Κούγκα Τσέρινγκ, ελπίζει σύντομα
να βρεθεί ένα καλύτερο, πιο βολικό σπίτι για να στεγαστούν....
Ο Παλτζόρ Ουάνγκτσεν και η Κούγκα Τσέρινγκ, μαζί με τον
τρίχρονο γιο τους, στα τέλη της Άνοιξης περίπου, του προπερασμένου
χρόνου είχαν φτάσει πρόσφυγες. Μετά από απίστευτη ταλαιπωρία και
κινδύνους, ιδίως απ’ τις καιρικές αντιξοότητες κατάφεραν να διαφύγουν
από τον γενέθλιο τόπο τους, που τόσο αγαπούσαν, μα είχε καταντήσει
ασήκωτο το φορτίο της ξενικής κατοχής. Κατέληξαν εδώ στο
Μακλέοντγκαντζ. Μικρή ορεινή πόλη, έχει γίνει πασίγνωστη, από τον
καιρό που προσφέρθηκε ως τόπος διαμονής του Δαλάι Λάμα, αφότου
εγκατέλειψε τη Λάσα πριν από σαράντα δύο χρόνια. Οι περισσότεροι
πρόσφυγες που καταφέρνουν να διαφύγουν απ’ το καθεστώς της Λαϊκής
Κίνας, πριν διαλέξουν σταθερή διαμονή οπουδήποτε, περνούν έστω για λίγο
από τη Νταραμσάλα.
Την δέκατη τρίτη μέρα, του τρίτου μήνα, μετά το λοσάρ του θηλυκού
Σιδερένιου Γουρουνιού, κατά τον δέκατο έκτο ραμπγιούνγκ , ο Ναμγκιάλ
Πασάγκ και η γυναίκα του Ράμπα Τενζίγκ απέκτησαν το τρίτο τους παιδί.
Ένα στρουμπουλό αγόρι, που το ονόμασαν Παλτζόρ Ουάνγκτσεν. Η Ράμπα
Τενζίγκ γέννησε ουσιαστικά αβοήθητη, όπως και τα άλλα παιδιά της. Ο
κόσμος είχε λιγοστέψει επικίνδυνα στο μικρό χωριουδάκι τους, το Τακτσέρ.
Όσα σπίτια είχαν μείνει άδεια, αφού οι ένοικοί τους εγκατέλειψαν τον τόπο,
οι αρχές τα είχαν παραχωρήσει σε Κινέζους Χαν και Μουσουλμάνους Χούι,
που είχαν μεταφερθεί εκεί με την υπόσχεση καλύτερης τύχης.