Η συντροφιά των εκδρομέων από την Λάσα, αντίκρυσε με δέος και
συγκίνηση το Κανγκ Ρίνποτσε, που εκείνο το πρωινό, φανέρωνε όλο το
μεγαλείο και το κάλλος του. Ανάμεσα στο βλέμμα του Παλτζόρ, της
Κούγκα, της Ντενγκ Φενγκ, του Γκέσε Ντόλκαρ και της χρυσωμένης από
τον ήλιο κορυφής του Καϊλάς κανένα εμπόδιο δεν παρεμβαλλόταν. Το
Πολύτιμο Κόσμημα στόλιζε στ’ αλήθεια την θέα του γαλάζιου ουρανού,
από την όχθη της ιερής λίμνης.
Αποφάσισαν να μείνουν μιαν ολόκληρη μέρα στο μοναστήρι Κιου. Ο
Παλτζόρ και οι δύο νεαρές κυρίες, θα είχαν έτσι την ευκαιρία να
εξερευνήσουν την γύρω περιοχή, να επισκεφθούν την διπλανή λίμνη Ρακσάς
Ταλ, που είχε σχήμα μισοφέγγαρου και θα μπορούσαν με άνεση να
κουβεντιάσουν με τον ηγούμενο της γκόμπα. Ο πατέρας της Κούγκα
Τσέρινγκ προτίμησε να αναπαυθεί, μιας και η οδήγηση από την Λάσα ως τη
Μασαναροβάρ δεν ήταν μια απλή υπόθεση. Μετά τη διανυκτέρευσή τους
για ένα δεύτερο βράδυ στο πραγματικά φιλόξενο μοναστήρι, την επομένη με
το χάραμα, θα συνέχιζαν με προορισμό το συγκρότημα Τχέλινγκ, πλάι στην
σύγχρονη πόλη Ζάντα, που έχτισαν οι Κινέζοι.
Οδοιπορώντας ανέμελα οι τρεις νέοι προς την λίμνη Ρακσάς Ταλ, που
υπολείπεται σε φήμη από την ιερή παραδερφή της, μόλις πλησιάσανε στην
όχθη της, η Κούγκα ένιωσε ανείπωτη συγκίνηση. Από τούτη τη λίμνη
ξεκινά την πορεία του ο Λανγκτσάν Καμπάμπ, ο ποταμός από το Στόμα του
Ελέφαντα. Είχαν σχεδιάσει την φυγή τους ακολουθώντας την πορεία του
μυθικού ποταμού, που θα τους οδηγούσε στην Ινδία. Η ζωηρή προσδοκία
της κατάλυσης των δεσμών της μεθορίου, δημιουργούσε, τουλάχιστον στην
Κούγκα μια αγχώδη ανυπομονησία. Ένιωθε πως η υπομονή που έδειχνε
τόσα χρόνια στο καθεστώς ομηρίας, που είχε την αίσθηση ότι είχαν
υποβάλλει τον λαό της, οι εγκάθετοι του Πεκίνου, είχε εξαντληθεί πλέον.