της εξορίας, δεν είχαν πια το δικαίωμα στα φανερά, ούτε το όνομά του να
προφέρουν. Όσες φορές συζητούσαν μεταξύ τους και αναφέρονταν στον
υψηλό συγχωριανό τους, το έκαναν ψιθυριστά, με φόβο μην ακουστούν από
κανέναν ξένο, απ’ αυτούς που κουβαλήθηκαν από τις άκρες της Κίνας στο
Τακτσέρ. Με τρυφερότητα και σεβασμό δεν ανέφεραν το όνομα του Δαλάι
Λάμα, παρά τον αποκαλούσαν Γέσε Νόρμπου, που θα πει Πολυπόθητο
Κόσμημα ή Κουντούν, που σημαίνει η Παρουσία.
Όλη η επαρχία Άμντο, που ανέκαθεν ήταν θιβετανική, μετά το 1955,
με απόφαση του Πεκίνου, έγινε η κινέζικη επαρχία Κινγκάι και χάθηκε στον
ωκεανό της απέραντης χώρας. Ήταν έγκλημα προδοσίας κατά της
σοσιαλιστικής πατρίδας, η απερισκεψία κάποιου να αναφέρει την επαρχία
με το παλιό της όνομα.
Ο Ναμγκιάλ Πασάγκ ήταν πολύ φτωχός. Δούλευε για χρόνια την
άγονη γη, που ανήκε στο μοναστήρι Κουμπούμ, καλλιεργώντας μαζί με
άλλους κολίγους κριθάρι ή βοσκούσε ζώα, γιακ , γίδια και πρόβατα, όμοια με
τους προγόνους του πριν απ’ αυτόν. Όπως όλοι οι χωρικοί, μετά την
εγκατάσταση της λαϊκής εξουσίας ο Ναμγκιάλ και η Ράμπα έγιναν μέλη της
τοπικής κομμούνας. Οι περισσότεροι κολίγοι του Κουμπούμ ήταν
αγράμματοι. Ο Ναμγκιάλ Πασάγκ ήταν τυχερός, γιατί ο πατέρας του, όταν
ήταν μικρός, τον έκλεισε στη Γκόμπα να γίνει καλόγερος, για να έχει
καλύτερη και πιο εύκολη ζωή. Ο Ναμγκιάλ δεν άντεξε για πολλά χρόνια την
αυστηρή ζωή των μοναχών. Όσο έμεινε εκεί, φορώντας το κεραμιδί κόκκινο
ράσο, έμαθε γραφή, ανάγνωση και γραμματική, αριθμητική, κι ένα σωρό
άλλα χρήσιμα πράγματα. Στο μικρό χωριό, ακόμη και γέροντες ζητούσαν τη
συμβολή του για προβλήματα που φαίνονταν άλυτα. Τις ατέλειωτες νύχτες
του παγωμένου χειμώνα, διηγιόταν ιστορίες, που είχε διαβάσει ή είχε
ακούσει, το διάστημα που είχε ζήσει στο Κουμπούμ, για να περνάει η ώρα.