ψευδαίσθηση, ότι οι χαρούμενες και μοναδικές, από κάθε άποψη, διακοπές
μαζί με τους αγαπημένους φίλους της, δεν είχαν τελειώσει ακόμη.
Νωρίς το πρωί της επόμενης μέρας η Ντενγκ Φενγκ πήγε στο σπίτι
της. Περισσότερο από συνήθεια, παρά γιατί περίμενε κάτι συγκεκριμένο,
άνοιξε το γραμματοκιβώτιό της. Βρήκε δύο φακέλους. Ο ένας ήταν γράμμα
από τους δικούς της, κάτι συνηθισμένο, αφού αλληλογραφούσαν πολύ
πυκνά. Ο άλλος, ένας φάκελος καφετί, με κρατική σφραγίδα πάνω του.
Αποστολέας, το Υπουργείο Παιδείας απ’ το Πεκίνο. Δεν μπορούσε να
περιμένει και πριν ξεκλειδώσει την πόρτα του διαμερίσματός της, είχε ήδη
ανοίξει τον φάκελο, που της προξένησε μεγάλη περιέργεια. Άφησε στο χολ
τα πράγματά της και διάβασε με μιαν ανάσα το επίσημο έγγραφο. Το
Υπουργείο της γνωστοποιούσε τη μετάθεσή της σ’ ένα πρότυπο
εκπαιδευτήριο στην Γκουάνγκζου, πρωτεύουσα της Επαρχίας
Γκουάνγκντονγκ. Της διαμήνυαν ότι είχε υποχρέωση να παρουσιασθεί στη
νέα θέση της, δέκα τουλάχιστον μέρες πριν αρχίσει το σχολικό έτος και της
ανακοίνωναν ότι θα δίδασκε κλασική κινεζική γραμματεία. Το έγγραφο
κοινοποιούνταν στον διευθυντή του σχολείου της στη Λάσα και στην
επιθεώρηση μέσης εκπαιδεύσεως της Αυτόνομης Περιοχής του Θιβέτ. Προς
στιγμή τα έχασε. Δεν περίμενε κάτι τέτοιο, ούτε στα πιο τρελά της όνειρα.
Της ήρθε ν’ αρχίσει να χοροπηδάει σαν κοριτσόπουλο. Το μυαλό της γύρισε
στον γέροντα μάντη και στους χρησμούς του. Η Γκουάνγκζου, η γνωστή
στους Δυτικούς Καντόν, ήταν μια μεγαλούπολη πολύ κοντά και βόρεια του
Χονγκ Κονγκ και του Μακάο.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι της κι έκλεισε τα μάτια για να χαλαρώσει. Στο
μυαλό της γινόταν πανηγύρι. Στο βάθος της αναπάντεχης χαράς, κρυβόταν
δειλά μια θλίψη. Τώρα, που άρχισε να γνωρίζει τούτο τον τόπο, θα τον
εγκατέλειπε, σκέφτηκε. Δεν πρόλαβε να γνωρίσει όσα θα ήθελε για τους
Θιβετανούς και τον πολιτισμό τους. Μα, σκέφτηκε, ίσως έτσι που ήρθαν τα