εξέταση της αίτησης του Παλτζόρ, που τελικά έγινε δεκτή σε πολύ σύντομο
χρόνο.
Η Ζάντα είναι μια καινούργια πόλη στο Νγκάρι, χτισμένη δίπλα στο
Τχέλινγκ. Κατοικείται κυρίως από Κινέζους στρατιωτικούς και λιγότερους
δημοσίους υπαλλήλους. Οι δάσκαλοι και οι καθηγητές των σχολείων
θεωρούν μια μετάθεση εκεί, σαν εξορία. Οι Θιβετανοί που ζούνε στην πόλη
αποτελούν την μειοψηφία και συχνά είναι υπάλληλοι σε βοηθητικές
υπηρεσίες ή κρατούν τα λιγοστά μικρομάγαζα της ασήμαντης αγοράς.
Η εντολή μεταθέσεως δόθηκε στον Παλτζόρ Ουάνγκτσεν ιδιοχείρως,
ακριβώς μετά από μια εβδομάδα, αφότου είχε καταθέσει την αίτηση. Από
την ερχόμενη σχολική χρονιά θα ήταν καθηγητής σε γυμνάσιο στη Ζάντα,
θα δίδασκε κινεζική γλώσσα και ιστορία και η τοπική επιτροπή στέγασης θα
του παραχωρούσε διαμέρισμα σε νεόδμητη πολυκατοικία, με τρία δωμάτια.
Δεν μπορούσαν τα πράγματα να έρθουν πιο βολικά.
Ο Γκέσε Ντόλκαρ με απόλυτα συνωμοτικό τρόπο, ήδη είχε αρχίσει να
πουλά σε έμπιστους φίλους έπιπλα και σκεύη του σπιτιού, που δεν
χρειάζονταν ο ίδιος και ο Παλτζόρ με την Κούγκα. Κράτησαν μόνο τα
απαραίτητα για την εγκατάστασή τους στη Ζάντα. Εκείνο που είχαν ανάγκη
ήταν χρήματα, για να πληρώσουν τους ανθρώπους που θα τους βοηθούσαν
να περάσουν τα σύνορα.
Προγραμμάτισαν να εγκατασταθούν στη Ζάντα, το αργότερο ως τις
20 Αυγούστου. Άλλωστε αρχές Σεπτεμβρίου ο Παλτζόρ ήταν υποχρεωμένος
να παρουσιαστεί στο νέο του σχολείο.
Την παραμονή της αναχώρησης της Ντενγκ Φενγκ από τη Λάσα ο
Παλτζόρ Ουάνγκτσεν και η Κούγκα Τσέρινγκ ένιωθαν απ’ το πρωί ένα κενό
στο στομάχι τους. Δεν είχαν όρεξη ν’ ανταλλάξουν κουβέντα με κανένα.
Πρώτη φορά συνειδητοποιούσαν, πόσο είχαν δεθεί τελικά με την Κινέζα