στον πάγο. Ούτε τα χρήματα που διάθεταν ήταν τόσα πολλά για να έχουν
αρκετούς βαστάζους. Στη διαδρομή θα διανυκτέρευαν, κατά προτίμηση σε
οικισμούς λησμονημένους από οποιαδήποτε εξουσία και χαμένους από τους
ορατούς ορίζοντες, όσων είναι ξένοι προς τις οροσειρές και τις απότομες
πλαγιές, που κοσμούν την περιοχή.
Ο Γκέσε Ντόλκαρ ζήτησε άδεια από τη δουλειά του, δέκα πέντε
ημερών. Εγκατέλειψε τη Λάσα στις 17 Νοεμβρίου του 1999. Ταξίδευε μ’
ένα καμιόνι που μετέφερε στη Ζάντα εμπορεύματα. Ο οδηγός ήταν φίλος κι
έτσι δεν δυσκολεύτηκε με τους μπόγους που κουβαλούσε. Γνωστοί και
φίλοι είχαν συνηθίσει τα πήγαιν’ έλα του στο Νγκάρι. Πάντοτε πήγαινε
φορτωμένος προμήθειες. Δεν ήξερε πότε θα μπορούσε να ξαναδεί την
Ποτάλα, να προσκυνήσει τα ιερά ή να κάνει το κόρα της πόλης. Όταν
χάθηκε η Λάσα από τα μάτια του, δεν κατάφερε να συγκρατήσει το δάκρυ
που κύλησε στο τραχύ μάγουλό του.
Στις 27 Νοεμβρίου του 1999, ένα παγωμένο Σάββατο ξημερώματα
ξεπόρτισαν από την κεντρική εξώθυρα της μικρής πολυκατοικίας, δυο
οικοδομήματα παρέκει από το Γραφείο του Ταχυδρομείου της Ζάντα,
τέσσερις ανθρώπινες φιγούρες, φορτωμένες μπόγους. Το μωρό που είχε
δέσει στην πλάτη της η νεαρή γυναίκα, τυλιγμένο σε μια κουβέρτα,
κοιμόταν. Οι χοντρές θιβετάνικες μπότες που φορούσαν όλοι τους
κρατούσαν τα πόδια ζεστά. Ως που να φτάσουν στο μικρό χωριό του
Τσεγκιάμ Λουντούπ είχαν πολύ δρόμο μπροστά τους. Ο ηλικιωμένος άντρας
της συνοδείας, που έκανε κουμάντο, υπολόγιζε να βρίσκονταν στο χωριό
πριν το μεσημέρι. Ευτυχώς που δεν έβρεχε. Ψυχή δεν συνάντησαν μέχρι που
άφησαν μακριά και το τελευταίο κτίσμα της κακόγουστης πόλης, που τους
είχε φιλοξενήσει για τρεις μήνες περίπου.