Το χωριό του οδηγού τους ήταν ένας χαμένος οικισμός, λίγων
λιθόκτιστων σπιτιών. Ακολουθώντας ένα μονοπάτι, σχεδόν ανύπαρκτο
στους ξένους, μπορούσες να φθάσεις εκεί. Όλοι σχεδόν οι χωρικοί
περίμεναν να τους υποδεχθούν. Δεν αντίκρυζαν συχνά ανθρώπους από την
πόλη. Ο Τσεγκιάμ Λουντούπ προπορευόμενος τους οδήγησε στο σπίτι του.
Η ζεστασιά που έδειξαν οι καλοσυνάτοι άνθρωποι της οικογένειας ήταν το
βάλσαμο που τους έκανε να νιώσουν όμορφα και άνετα. Η γυναίκα του
Τσεγκιάμ τους πρόσφερε σε κούπες αχνιστή τσάμπα. Όσο ξεκουράζονταν
και απολάμβαναν τη θαλπωρή μετά την οδοιπορία τους, όντας συνεχώς
εκτεθειμένοι στη μανία του ανέμου, ο οδηγός συγκέντρωσε έξω απ’ το σπίτι
τα ζώα, δυο άλογα και τέσσερα γιακ. Σ’ ένα από τα ζώα θα φόρτωναν τους
μπόγους με τα αναγκαία, ρούχα και προμήθειες, που κουβαλούσαν, ενώ στα
άλλα θα επέβαιναν. Η πρώτη στάση τους θα γινόταν μετά από ώρες σ’ ένα
χωριό, όπου θα φτάνανε το βράδυ και θα διανυκτέρευαν. Μέχρις εκεί, μόνος
συνοδός τους θα ήταν ο Τσεγκιάμ Λουντούπ.
Ο καιρός τους κυνηγούσε, όπως είχε πει χαρακτηριστικά ο οδηγός
τους. Αν ήθελαν να προλάβουν ανοιχτή τη διάβαση των καραβανιών απ’ το
Θιβέτ στο Χιματσάλ Πραντές, όφειλαν να πολεμούν με τον χρόνο, με τους
ανέμους και την παγωνιά.
Βγήκαν στο κρύο κι ένιωσαν σαν χαμένοι, μετά την θαλπωρή που, για
πόσο άραγε, τους αγκάλιαζε στο φτωχικό του Τσεγκιάμ Λουντούπ. Καβάλα
στα ζώα ξεκίνησαν για το χωριό όπου θα περνούσαν τη νύχτα. Η Κούγκα
Τσέρινγκ έκλεινε στην αγκαλιά της τον Πέμα Λότσε πάνω στο γιακ που
τους ταξίδευε προς έναν κόσμο αλλιώτικο και μάλλον άγνωστο.
Κανένας δεν είχε διάθεση να μετρά το χρόνο. Φτάσανε στον πρώτο
σταθμό τους, στο χωριό που θα τους φιλοξενούσε τη νύχτα, ενόσω είχε
βραδιάσει για τα καλά. Εμπιστεύονταν τυφλά τον Τσεγκιάμ Λουντούπ, που
στ’ αλήθεια αποδεικνυόταν πολύ περισσότερα από απλός οδηγός. Ήταν ο
φύλακας άγγελός τους, μια ολοζώντανη ευλογία της Λευκής Τάρα , που
dharmaraksita
(dharmaraksita)
#1