επικαλούνταν ακατάπαυστα, νοερά, η μητέρα της Κούγκα, αφότου
εγκατέλειψαν τη Ζάντα.... Ο Τσεγκιάμ Λουντούπ είχε κανονίσει τα πάντα
στην εντέλεια. Προνόησε για κάθε λεπτομέρεια, μην επιθυμώντας ν’
αφήσει στην αστόχαστη τύχη περιθώρια δράσης. Δεν ήταν μονάχα το
δρομολόγιο του ταξιδιού, που έπρεπε να είναι σχεδιασμένο με περισσή
προσοχή, αλλά ήταν ανάγκη να προβλεφθούν οι στάσεις και οι
διανυκτερεύσεις των φυγάδων σε απόλυτα έμπιστα σπίτια.
Στην βασανιστική πορεία προς τα ινδικά σύνορα, η οικογένεια του
Παλτζόρ Ουάνγκτσεν και των πεθερικών του είχαν ν’ αντιμετωπίσουν το
ψύχος που ήταν ιδιαίτερα δριμύ εξαιτίας και των παγωμένων ανέμων που
σάρωναν δαιμονισμένα, με μεγάλες ταχύτητες τα υψίπεδα, που περνούσαν.
Οι θερμοκρασίες -20° Κελσίου ήταν συνηθισμένο φαινόμενο σε όλη σχεδόν
τη διαδρομή. Η διάβαση των Ιμαλαΐων από το δυτικό Θιβέτ προς την ινδική
πλευρά της μεθορίου δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση και ιδίως στην καρδιά
του χειμώνα. Τα υψίπεδα των οροσειρών είναι άφιλα στον άνθρωπο και
μονάχα οι σκληροτράχηλοι χωρικοί, που κατοικούν στους κρυμμένους
οικισμούς κι από τις δυο μεριές των συνόρων είναι εγκλιματισμένοι με τα
στοιχεία της φύσης.
Οι βαριές θιβετάνικες μπότες, με τις οποίες είχε προμηθέψει ο Γκέσε
Ντόλκαρ τα παιδιά και τη γυναίκα του αποδείχθηκαν μοναδικές. Όλοι τους
πρόσεχαν τον Πέμα Λότσε. Όσο προχωρούσαν καβάλα στα ζώα, η Κούγκα
Τσέρινγκ κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά της τον μικρό Πέμα,
προστατευμένο καλά με τις προβιές που τον τύλιγε. Όταν ήταν ανάγκη να
βαδίσουν πεζή, τον κουβαλούσε στην πλάτη ο Παλτζόρ. Ο παππούς είχε
παραγγείλει και για τον εγγονό του μπότες από δέρμα γιακ, που κρατούσαν
τα ποδαράκια του ζεστά και απείραχτα από το νερό. Στις κορυφές το χιόνι
έλαμπε, όσο ο ήλιος δεν ήταν κρυμμένος πίσω από βαριά, σκούρα σύννεφα.