Μετά από μια στάση και διανυκτέρευση σ’ έναν οικισμό, με όλο κι
όλο πέντε λιθόκτιστες καλύβες, το πρωί ξύπνησαν κι αντίκρυσαν τα πάντα
ολόλευκα απ’ το χιόνι. Ήταν καλό σημάδι τούτο, όπως τους είπε ο Τσεγκιάμ
Λουντούπ. Σίγουρα οι θεοί έδειχναν να είναι μαζί τους. Το κρύο που τους
ταλάνιζε επί τόσες μέρες θα ήταν πιο ήπιο. Ο Γκέσε Ντόλκαρ συμφώνησε
μαζί του.
Ο Τσεγκιάμ Λουντούπ όταν εγκατέλειψαν την καλύβα, που τους
φιλοξένησε και τους θέρμανε τη προηγούμενη νύχτα, για να συνεχίσουν το
δρόμο τους, παρατηρούσε τριγύρω με ένταση. Βύθιζε το βλέμμα του στα
γκρι βαριά σύννεφα που έκρυβαν τον θόλο του ουρανού, λες και
προσπαθούσε να ανακαλύψει με πείσμα, όσα κρύβονταν από πίσω. Κάθε
τόσο σταματούσε και πρόσεχε τις κάτασπρες κορυφές ένα γύρο. Άλλες
φορές με το χέρι του γυμνό έπαιρνε το χιόνι και το έτριβε στην παλάμη του.
Ήταν αμίλητος και σκεφτικός. Η Κούγκα Τσέρινγκ το πρόσεξε και
ανησύχησε, μα δεν μίλησε σε κανένα. Συνήθως ο οδηγός τους ήταν
λαλίστατος ίσαμε τώρα. Τους εξηγούσε καθετί αξιοσημείωτο συναντούσαν
στην πορεία τους. Ήξερε την περιοχή τόσο καλά, όπως ένας χειρομάντης
ξεσκεπάζει με άνεση, τα μυστικά που κρύβει η παλάμη ενός άγνωστου. Το
πλατύ χαμόγελο κοσμούσε όλες τις μέρες που πορεύονταν μαζί το φιλικό
πρόσωπό του. Ο αρχικός ενθουσιασμός του όταν πρωταντίκρυσε το
χιονισμένο τοπίο πριν αποχωρήσουν από την καλύβα έσβησε χωρίς φανερή
αιτία. Η αλλαγή στο ύφος του Λουντούπ ετούτο το πρωινό δεν μπορεί παρά
να γεννούσε ερωτήματα. Όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων όλοι είχαν
προσέξει την ανήσυχη έκφραση του οδηγού τους.
Ο Παλτζόρ Ουάνγκτσεν δεν άντεξε και πλημμυρισμένος ανησυχία,
ρώτησε τον Τσεγκιάμ Λουντούπ, τί τον βασάνιζε. Δισταχτικά και με φωνή
που μόλις ακουγόταν ο οδηγός εκμυστηρεύτηκε τους φόβους του, μήπως
δεν προλάβαιναν ανοιχτό το μονοπάτι των καραβανιών. Το χιόνι που τους
dharmaraksita
(dharmaraksita)
#1