τον κόπο του και του ευχήθηκε «γιαβάς γιαβάς». Μονάχα όταν
βεβαιώθηκε πως ο Μεμέτ είχε ξεμακρύνει για τα καλά ο Καλέβ
χτύπησε, όσο πιο ελαφρά μπορούσε, το βαρύ ρόπτρο στην εξώπορτα
του σπιτιού και περίμενε. Ήταν περασμένη ώρα και σίγουρα οι
άνθρωποι θα κοιμόντουσαν. Σε λίγο ακούστηκε η φωνή της Σατίκ,
της Αρμενοπούλας παραδουλεύτρας που έμενε στο σπιτικό νύχτα
μέρα, να ρωτά στα τούρκικα «ποιος είναι». Ο Καλέβ της απάντησε
και ακούστηκε ο θόρυβος απ’ το ξεκλείδωμα της πόρτας και απ’ το
σύρσιμο της ξύλινης μπάρας που την ασφάλιζε. Πέρασε μέσα ο
Καλέβ, κρατώντας το μωρό στην αγκαλιά, που ευτυχώς κοιμόταν, κι
έφερε τους δυο μπόγους που είχε μαζί του, ένας με την προίκα της
Βουλίτσας και ο άλλος με τα δικά του πράματα. Η Σατίκ ανέβηκε
γρήγορα τη σκάλα, μα την πρόλαβε ο κυρ Γιώργης που κατέβαινε
ήδη. Είδε τον Καλέβ και ανησύχησε. Χωρίς περιστροφές ο νέος
άντρας εξήγησε τον λόγο της βραδινής του επίσκεψης. Κυρ Γιώργη,
ο τόπος δε με χωράει τώρα που έχασα τη Ρόζα. Δεν έχω σόι εδώ,
ούτε και θέλω να γυρίσω στην Πόλη. Αποφάσισα να φύγω για την
Παλαιστίνη, μήπως εκεί ξεχαστώ και φτιάξω τη ζωή μου, όσο
μπορεί να είναι ζωή για μένα. Το μωρό μου έτσι που ήρθαν τα
πράγματα δεν είμαι σε θέση να το φροντίσω. Μονάχα εσένα και την
οικογένειά σου εμπιστεύομαι για την θυγατέρα μου. Γι’ αυτό και
ήρθα τέτοια ώρα. Να σου φιλήσω τα χέρια και τα πόδια, πάρε την
κόρη μου να την κάνεις κόρη σου και ο Θεός να σου το
ανταποδώσει κυρ Γιώργη μου. Ο ηλικιωμένος Ρωμιός δάκρυσε από
συγκίνηση. Μετά από λίγο ψέλλισε. Καλέβ, η γυναίκα μου είναι
πάνω από πενήντα χρονώ, έχει κάνει οχτώ γέννες κι έχουμε εν ζωή
εφτά παιδιά όπως ξέρεις. Ο πρώτος μου γιος πριν λίγο γύρισε απ’ το
στρατό, δόξα τω Θεώ, κι έχει περάσει τα είκοσι. Οι θυγατέρες μου
και οι στενές φιλενάδες της κυρά Αγγελίνας, ξέρουν καλά, πως εδώ
dharmaraksita
(dharmaraksita)
#1