και δυο χρόνια περίπου δεν έχει έμμηνα. Πες μου, πώς θα πούμε ότι
το μωρό σου είναι δικό μας παιδί; Περίμενε όμως, να δω τι θα πει
και η κυρά. Έβαλαν τον Καλέβ με το μωρό στον κάτω οντά και η
Σατίκ είχε φέρει ζεστό τσάι και βουτήματα, είχε ανάψει και τη
σόμπα. Το μωρό, λες και καταλάβαινε την όλη κατάσταση, εκτός
από δυο τρεις φορές που κουνήθηκε λιγάκι, δεν έβγαλε τσιμουδιά
και κοιμόταν ήρεμο. Είναι αλήθεια, πως όταν η Λούνα έμαθε πως θα
φύγουν ταξίδι, έδωσε στη Βουλίτσα λίγο μάκο να πιπιλίσει, ώστε να
είναι ήσυχη.
Η κυρά Αγγελίνα κατέβηκε τις σκάλες. Ήταν μια γυναίκα που
μόλις την έβλεπες δεν μπορούσε ο καθείς παρά να την σεβαστεί.
Είχε τη φήμη πως ήταν ζόρικη και οι κουτσομπόλες λέγανε πως
αυτή έκανε κουμάντο στο σπιτικό του Παπάζογλου. Για τον κυρ
Γιώργη δεν υπήρχε άνθρωπος να πει κακιά κουβέντα. Ήταν
καλόβολος και πονόψυχος. Τους ανθρώπους που δούλευαν γι’ αυτόν
τους είχε σαν παιδιά του. Αλλά, για σοβαρά πράματα έπρεπε να
πάρει τη γνώμη της γυναίκας του, δε γινόταν αλλιώς. Και το να
πάρουν ένα μωρό στο σπίτι, στην οικογένεια, ήταν ζήτημα της κυρά
Αγγελίνας.
Η Αγγελίνα πλησίασε τη Βουλίνα και της φίλησε το χεράκι με
πολλή τρυφεράδα. Γύρισε στη Σατίκ και της είπε να στρώσει στον
καλόν οντά να πλαγιάσει απόψε ο Καλέβ. Στο τέλος πήρε το μωρό
στην αγκαλιά της και ανέβηκε ευθύς τις σκάλες. Αυτό ήταν· η κυρά
Αγγελίνα είχε πάρει την απόφαση, στα τρία κορίτσια που είχε,
προστέθηκε ακόμα ένα. Θυμήθηκε το πρώτο της κορίτσι, που το
έχασε βυζανιάρικο. Με το νου της σκέφτηκε πως ξαναγύρισε στο
σπίτι η Βουλίνα της, η πρωτοθυγατέρα, που είχε χάσει παράωρα.
Είχαν προλάβει και είχαν βαφτίσει το μωρό Παρασκευή, πριν
πεθάνει.
dharmaraksita
(dharmaraksita)
#1