Το πρωί ο κυρ Γιώργης δεν έφυγε για τα μποστάνια. Έμεινε
σπίτι και ετοιμάστηκε το καλό τραπέζι για το πρωινό. Ήθελαν να
τιμήσουν τον φιλοξενούμενό τους και να υποδεχτούν την
καινούργια θυγατέρα. Η Σατίκ είχε φροντίσει για όλα στην εντέλεια
και σε λίγο κάθισαν στο τραπέζι, ο καλεσμένος, η κυρά Αγγελίνα
και ο κυρ Γιώργης. Ο Καλέβ δεν μπορούσε να κρατήσει τα δάκρυα
από την συγκίνηση που έσφιγγε την καρδιά του. Η κυρά Αγγελίνα,
του κράτησε το χέρι σφιχτά και του είπε: Γιε μου, εμείς σ’
ευχαριστούμε που μας ξανάφερες στο σπίτι την πρώτη μας κόρη,
που είχαμε χάσει πριν τόσα χρόνια. Μη στενοχωριέσαι για τίποτα.
Ήδη έστειλα να βρουν την καλύτερη παραμάνα για να βυζαίνει το
μωρό και κάλεσα την Ανάστω, μια ηλικιωμένη κυρά, που ήταν πλάι
μου στο μεγάλωμα των άλλων παιδιών μου.
Ο Καλέβ δεν ήξερε τί να πει. Κομπιάζοντας, με βουρκωμένα
μάτια, ευχαρίστησε την κυρά Αγγελίνα και τον κυρ Γιώργη για το
καλό που αποφάσισαν να κάνουν στο παιδί του και στον ίδιο. Τους
διαβεβαίωσε, πως είναι οι μόνοι άνθρωποι που εμπιστευόταν, γι’
αυτό και χτύπησε την πόρτα τους.
Με χαμηλή φωνή άφησε τις σκέψεις τους να φανερωθούν. Η
κατάσταση είναι δύσκολη κι επικίνδυνη με τη σύγκρουση ανάμεσα
σε Τούρκους και Έλληνες. Μαθεύτηκε, πως στην Ανατολική
Θράκη, Έλληνες στρατιώτες καταδίωκαν Εβραίους, δημιουργώντας
κλίμα ανασφάλειας και φόβου. Ίσως να νομίζουν πως έτσι θα τους
αναγκάσουν να φύγουν από την περιοχή.
Με το θάνατο της αγαπημένης του Ρόζας, είναι σα να χάθηκε
η γη κάτω από τα πόδια του. Νιώθει πως η ζωή δεν έχει πια νόημα
κι ούτε έχει την παραμικρή διάθεση να γυρίσει στην Πόλη. Πριν
φύγει από την Ερντέκ, έγραψε ένα γράμμα στους γονείς του κι ένα
dharmaraksita
(dharmaraksita)
#1