τέλος έρχονταν η Θοδοσία, άτακτη και ατίθαση και μετά ο Κώστας,
σκανδαλιάρης και πονηρός. Ο Παναγιώτης δεν έπαιρνε και πολύ τα
γράμματα. Ήταν ο βοηθός του πατέρα στα μποστάνια και στ’
αμπέλια. Ο Χρίστος και ο Άγγελος ήταν μελετηροί με το παραπάνω,
θα μπορούσες να πεις. Η Κατίνα ήταν άξια πρωτοθυγατέρα και τα
χέρια της έπιαναν σχεδόν τα πάντα. Τα δυο μικρότερα, η Θοδοσία
και ο Κώστας πήγαιναν στο δημοτικό, μα περισσότερο αρέσκονταν
στα παιχνίδια.
Όταν το μωρό έγινε οχτώ μηνών, ο Γιώργης και η Αγγελίνα
αποφάσισαν να το ονοματίσουν επίσημα. Συγχρόνως και οι δυο,
είχαν αποφασίσει να σεβαστούν τη θρησκεία της γενιάς του, που
ήταν εβραίικη και να του δώσουν όνομα δίχως να το βαφτίσουν,
παρά μόνο στα χαρτιά. Ήταν κάτι παράτολμο αυτό που είχαν
σκεφτεί, αλλά πίστευαν πως ο παπα-Αναστάσης, που ήταν
καλόβουλος μα και σοφός άνθρωπος, θα έδειχνε την δέουσα
κατανόηση.
Μια Κυριακή, μετά την απόλυση, ο κυρ Γιώργης κατέβηκε
απ’ το ψαλτήρι και μπήκε στο ιερό, όπου ο παπάς έκανε κατάλυση.
Άμα τελείωσε ο παπα-Αναστάσης και είχαν φύγει όλοι απ’ το ιερό,
ο Γιώργης του μίλησε ψιθυριστά για το ζήτημα της βάπτισης του
μωρού. Ο παπάς έδειξε κατανόηση και με το παραπάνω στο θέμα.
Αλλά τους είπε πως το βάπτισμα θα ήταν μια ευλογία για το μικράκι
και δεν θα ήταν τίμιο να γινόταν βάπτιση ψεύτικη, μονάχα στα
χαρτιά. Ένα βράδυ που είχε ξεμείνει ο Καλέβ στην Πάντερμα και
έμεινε στο σπίτι του Γιώργη, έτυχε να τον γνωρίσει ο παπάς και τον
είχε συμπαθήσει πολύ. Όρισαν μια μέρα και η βάπτιση θα γινόταν
στο σπίτι, όπως συνηθιζόταν άλλωστε σε αλλοτινούς καιρούς.
Νουνός θα ήταν ο μεγάλος γιος, ο Παναγιώτης, που εξ αρχής