μεταφέρθηκε στο Ρωσικό Νοσοκομείο, όπως λεγόταν το Δημόσιο
Μαιευτήριο της πόλης. Ήταν η τελευταία μέρα του 1948. Στις 6 του
Γενάρη, το έτος 1949, λίγο πριν τις 10 το πρωί, η Βούλα
λευτερώθηκε και κράτησε στην αγκαλιά το γιο της. Ο Αλκίνοος
ήταν πλάι της και δεν μπόρεσε να κρατήσει τα δάκρυα, που κύλησαν
στο πρόσωπό του, αποκαλύπτοντας την αδυναμία της λεπτότητας,
που κατά κανόνα έκρυβε πίσω από μια αυστηρή μάσκα.
Ο Καλέβ Μιζιτράνο δεν είχε παντρευτεί ξανά. Η καρδιά του
ήταν δοσμένη στην αγαπημένη του Ρόζα και ο νους του, τόσα
χρόνια, αφότου εγκατέλειψε την Πάντερμα, ήταν δέσμια της
ανάμνησης της κόρης του. Όποτε μπορούσε βρισκόταν στη Χάιφα,
στο λιμάνι, με την ελπίδα να μάθει κάποιο μαντάτο που θα έριχνε
φως ως προς την τύχη της οικογένειας Παπάζογλου στην Ελλάδα
και της θυγατέρας του.
Θα ήταν Ιούνιος του 1953, όταν ένας Αρμένης φίλος του
Καλέβ, που κάθε τόσο πήγαινε στην Ελλάδα και κυρίως στη
Θεσσαλονίκη, έφτασε στο κιμπούτς να του πει νέα. Του είπε λοιπόν
πως οι Παπάζογλου από την Πάντερμα ήταν πλέον Παπαδοπουλαίοι
και έμεναν στη Θεσσαλονίκη, στα προσφυγικά της Κάτω Τούμπας.
Η κόρη του είχε μεγαλώσει και είχε παντρευτεί. Είχε γνωρίσει
τυχαία σε μιαν επίσκεψη στην Πρόνοια της Θεσσαλονίκης, κάποιον
υπάλληλο, που λόγο με το λόγο ξετυλίχτηκε ένα κουβάρι, που
αποκάλυψε την οικογένεια Παπάζογλου από την Πάντερμα. Ο
υπάλληλος ήταν ο δεύτερος γιος της οικογένειας. Το έφερε η
κουβέντα ανάμεσα στον Κιρκόρ, έτσι λεγόταν ο Αρμένης, και στον
κυρ Χρήστο Παπαδόπουλο, που ήταν υπάλληλος της Πρόνοιας και
μίλησαν για την προσφυγιά Ρωμιών και Αρμεναίων από την