ήταν βαθειά επηρεασμένη από τον Αριστοτέλη. Έτσι ο Καλέβ, ήταν
ένας Εβραίος που δεν αναπαυόταν στις έριδες που δημιουργούσαν
οι δογματικοί, είτε ήταν Ραββανίτες, είτε Καραΐτες και κινούνταν
με ειλικρινή άνεση ανάμεσα στις κοινότητες και των δύο
παραδόσεων, χωρίς να επικαλείται την καραΐτικη καταγωγή τουi.
Το 1919 η Ρόζα ήταν έγκυος. Το ζευγάρι πετούσε στα
σύννεφα με την προσδοκία του πρώτου παιδιού. Η εγκυμοσύνη δεν
ήταν εύκολη. Μάμμος γιατρός για τις έγκυες δεν υπήρχε στην
Ερντέκ. Υπήρχαν μερικές μαμμές, με πιο φημισμένη τη Φατμέ
χανούμ. Αυτή παρακολουθούσε την Ρόζα, την επισκεπτόταν κάθε
τόσο και τις έδινε διάφορα ματζούνια όποτε χρειαζόταν. Ήταν αρχές
Μαρτίου του 1920 όταν ένα δειλινό, έπιασαν οι πόνοι της γέννας τη
Ρόζα. Ο Καλέβ έτρεξε να φωνάξει την κυρά Φατμέ, που διόλου δεν
άργησε να βρεθεί πλάι στην Ρόζα που βογκούσε. Η Φατμέ έβρασε
μπόλικο νερό και ζήτησε καθαρά σεντόνια, για το ενδεχόμενο
αιμορραγίας. Η Ρόζα, ήξερε πως ήταν στενή και ήταν
προετοιμασμένη από όσα άκουγε, ότι ο τοκετός της μάλλον δεν θα
ήταν εύκολος. Στο σπίτι ήρθαν η κυρά Σαρίκα και η νιόπαντρη
Λούνα, για να βοηθήσουν και να συμπαρασταθούν. Ο Καλέβ
περίμενε όλος αγωνία έξω απ’ το δωμάτιο, που η καλή του ήδη είχε
αρχίσει να βογκάει όλο και πιο πολύ από τις ωδίνες. Τελικά, μετά
από ώρες, άκουσε ο Καλέβ τα κλάματα του μωρού. Η Λούνα βγήκε
απ’ το δωμάτιο να του πει τα συχαρίκια για την κόρη του κι εκείνος
δάκρυσε από συγκίνηση. Αμέσως ρώτησε πώς ήταν η Ρόζα, μα η
Λούνα δεν αποκρίθηκε. Μετά από λίγο βγήκε η κυρά Φατμέ και του
είπε, πως η Ρόζα είχε χάσει μπόλικο αίμα. Να μη στενοχωριόταν,
δεν θα έφευγε από κοντά της και θα της έφερνε διάφορα, που
έπαιρναν οι λεχώνες σε τέτοιες περιπτώσεις.