Θυμάμαι, ήταν περίοδος διακοπών για μένα και επισκέφθηκα
τον παππού. Μου ανέθεσε λοιπόν μια μέρα να ειδοποιήσω
ορισμένους από τους μαθητές και τις μαθήτριές του να τον
επισκεφθούν το βράδυ ενός Σαββάτου. Ο παππούς στη λέξη
μαθητής ή μαθήτρια έδινε μεγάλη βαρύτητα. Όλες τις γυναίκες και
όλους τους άνδρες που μαζεύονταν κοντά του, πραγματικά τους
αγαπούσε και ενδιαφερόταν για καθένα και καθεμιά ξεχωριστά, λες
και καθένας τους ήταν ο μόνος άνθρωπος που γνώριζε στη γη.
Εντούτοις, όλα τα χρόνια που άνοιγε την καρδιά του στους
ανθρώπους, ελάχιστους, άνδρες και γυναίκες είχε ονομάσει μαθητές
του, όπως ανέφερα πιο πάνω. Κανέναν δεν απέκλειε, αλλά πίστευε
ότι το να ακολουθήσει κάποιος ή κάποια τον Δρόμο της θρησκείας
της Αγάπης, όπως συνήθιζε να ονομάζει το Τασαβούφ, δεν ήταν ένα
παιχνίδι ή ένας τρόπος για να σκοτώνουμε τον ελεύθερο χρόνο μας.
Όταν ήρθε το Σάββατο, το καθιστικό του μικρού σπιτιού
γέμισε. Μουσουλμάνοι και Μουσουλμάνες, Χριστιανοί και
Χριστιανές, από πολύ κοντά και από μακρυά είχαν μαζευτεί και
περίμεναν. Σ’ εμένα ανατέθηκε να ετοιμάσω το τσάι, ενώ η Χρύσα
ανέλαβε το σερβίρισμα. Ο Σαλή Αγάς καθόταν στη γωνιά του κι ένα
χαμόγελο στόλιζε το πρόσωπό του. Είχε ένα λόγο για την καθεμιά
και τον καθένα. Μερικοί από τους επισκέπτες, μάλλον οι
περισσότεροι, άνδρες και γυναίκες, έσκυβαν και του φιλούσαν το
χέρι κι εκείνος ανταπέδιδε σε πολλές περιπτώσεις μ’ ένα τρυφερό
φιλί στο μέτωπο.
Όταν πια είχαν φτάσει όλοι οι καλεσμένοι, σερβιρίστηκε το
ευωδιαστό τσάι που είχα ετοιμάσει με πολύ μεράκι σε μικρά
γυάλινα ποτηράκια. Ο παππούς ρωτούσε ορισμένους για κάποιο
πρόβλημα που ήξερε ότι αντιμετώπιζαν, για το πώς πήγαν τα