έκρυψε. Τη μέρα που είχαμε ορίσει έφτασα στην Κομοτηνή και όταν
άκουσε να σταθμεύει το αυτοκίνητο έξω από το σπίτι του βγήκε να
με προϋπαντήσει. Έκπληκτος είδα έναν άλλο παππού, για πρώτη
φορά. Ντυμένος με ένα γκρι κοστούμι και λευκό πουκάμισο χωρίς
γραβάτα και με ακάλυπτο το κεφάλι, δίχως τάκια. Τα παπούτσια του
γυάλιζαν φρεσκοβαμμένα. Μου φάνηκε εξαιρετικά κομψός και πολύ
όμορφος, έτσι όπως μου χαμογελούσε. Ήταν κουρεμένος, με
φροντισμένο το λευκό γενάκι του. Τόσα χρόνια δεν είχα ξαναδεί
άλλη φορά τον παππού έτσι ντυμένο. Με αγκάλιασε στοργικά και
μου είπε ότι ήταν έτοιμος. Μπήκε στο σπίτι και σε λίγο έκανε την
εμφάνισή του κρατώντας μια όμορφη δερμάτινη βαλίτσα, που πάνω
της φαίνονταν τα σημάδια του χρόνου, μιας και τέτοιες βαλίτσες δεν
χρησιμοποιούνται πλέον. Παραμάσχαλα είχε και την ομπρέλα του.
Φύγαμε αμέσως. Στο δρόμο του είπα το σχέδιο του ταξιδιού μας. Θα
μέναμε ένα βράδυ στη Θεσσαλονίκη, στο πατρικό μου σπίτι. Ήταν
επιθυμία των γονιών μου να φιλοξενήσουν τον παππού, έστω και για
ένα βράδυ. Την επόμενη μέρα, θα παίρναμε το δρόμο για την
Αθήνα. Ο Σαλή Αγάς συμφώνησε χωρίς δεύτερη σκέψη.
Στη διαδρομή άλλοτε κουβεντιάζαμε και άλλοτε ο παππούς
σιωπούσε, κλείνοντας μερικές φορές τα μάτια του. Ήταν φανερό
πως απολάμβανε το ταξίδι. Όταν φτάσαμε στο ύψος της Καβάλας με
παρακάλεσε να περάσουμε μέσα από την πόλη γιατί του άρεσε πολύ
η παραλία της. Πριν φτάσουμε στο Στρυμόνα, τον ρώτησα αν ήθελε
να σταματήσουμε για καφέ, μα μου είπε πως προτιμούσε να
φτάσουμε μια ώρα γρηγορότερα στη Θεσσαλονίκη. Με έκπληξη τον
άκουσα να μου εκμυστηρεύεται ότι ήταν η δεύτερη φορά που
εγκατέλειπε τη Θράκη. Πριν πολλά πολλά χρόνια, προτού
παντρευτεί, είχε επισκεφθεί για λίγες μέρες την Θεσσαλονίκη. Αυτό
ήταν το μόνο μέχρι σήμερα μεγάλο ταξίδι του.