είχαν κρατήσει συντροφιά κατά τις επισκέψεις μας σε διάφορα μέρη
της Αττικής. Τα μάτια του παππού δάκρυζαν καθώς χαιρετούσε έναν
έναν όσους είχαν έρθει να τον δουν. Η αγκαλιά του ήταν ανοιχτή
για όλους, γυναίκες και άνδρες χωρίς διάκριση και τα μάτια του
συνεχώς υγρά.
Στη διαδρομή της επιστροφής ο παππούς δεν μιλούσε σχεδόν
καθόλου. Σταματήσαμε μόνο μια φορά για καφέ και για να
τσιμπήσουμε κάτι ελαφρύ. Αργά το βράδυ φτάσαμε στην Κομοτηνή.
Έξω από το σπίτι υπήρχαν άνθρωποι που περίμεναν τον ερχομό του
Σαλή Αγά. Το υποδέχτηκαν με φανερή συγκίνηση....
Αφού ξεκουράστηκα τη νύχτα, την επομένη έπρεπε να αφήσω
τον παππού και να επιστρέψω στις δουλειές μου. Οι υποχρεώσεις
δεν μπορούσαν να περιμένουν. Έτσι χαιρέτησα τον παππού κι
έφυγα.
Μετά είκοσι μέρες αφότου επιστρέψαμε από την Αθήνα,
κάποιος από τους ανθρώπους που βρίσκονταν πολύ κοντά στον
Σαλή Αγά μας τηλεφώνησε: Ο παππούς έφυγε για τον Άλλο Κόσμο
ειρηνικά, στον ύπνο του. Αμέσως όλη η οικογένεια ξεκινήσαμε για
την Κομοτηνή. Έπρεπε να κανονίσουμε τα σχετικά με την κηδεία.
Έκρινα σκόπιμο να τηλεφωνήσω ορισμένους από τους φίλους και
τις φίλες στην Αθήνα.....
Όταν φράσαμε στο σπίτι του παππού, ο πατέρας μου βρήκε σε
περίοπτη θέση πάνω στο σοφρά του καθιστικού ένα σημείωμα που
απευθυνόταν στον ίδιο. Ο παππούς άφηνε δύο παρακαταθήκες: Με
τη μια εξέφραζε την επιθυμία του να ταφεί στο κοιμητήριο που είχε
δημιουργήσει έξω από την Κομοτηνή ο Δάσκαλός του Χαφούζ Αλή
Ρεσάτ, και όπου ήταν θαμμένος ο ίδιος και άλλοι μαθητές του. Με