την άλλη επιθυμία του όριζε, όλα τα βιβλία του να περιέλθουν σε
μένα. Τέλειωνε με δυο ευχές για την οικογένειά του και για τους
μαθητές και τις μαθήτριες, που τόσα χρόνια ήταν κοντά του.
Στην κηδεία του παππού είχε έρθει πολύς κόσμος, όχι μόνον
από την Κομοτηνή και τα γύρω χωριά, μα και από μακρινά μέρη.
Δεν ήταν μονάχα Μουσουλμάνοι όσοι κλαίγανε, μα και πάρα πολλοί
Χριστιανοί.... Από τους φίλους της Αθήνας είχαν φτάσει γύρω στα
δώδεκα άτομα....
Η απώλεια του παππού μου έφερε περίεργα βιώματα. Είχα την
αίσθηση πως ο Σαλή Αγάς απλώς πέρασε σε μια άλλη διάσταση
ύπαρξης, δεν είχα την αίσθηση της απώλειας. Τον ένιωθα πολύ πιο
κοντά. Ανθρώπινα βέβαια ήμουν θλιμμένος, γιατί δεν θα ήταν πια
δυνατό να αντικρίσω τα μάτια του, που όταν σε κοίταζε λες και
εισχωρούσε στο βάθος της ύπαρξής σου. Σκεφτόμουν όμως, πως ο
παππούς είχε ζήσει μια όμορφη και γεμάτη ζωή και έφυγε
φορτωμένος χρόνια. Υπολογίζαμε πως πρέπει να είχε ξεπεράσει
κατά πολύ τα ογδόντα πέντε. Ο τρόπος της αναχώρησής του, πέρα
ως πέρα ειρηνικός, χωρίς οδύνες αρρώστιας, μου φαινόταν ως
σημάδι ευλογίας....
Μετά την κηδεία όλοι έφυγαν, ακόμα και οι γονείς μου.
Προτίμησα να μείνω μόνος στο σπίτι του παππού. Άρχισα να
εξερευνώ ένα προς ένα τα βιβλία που μου άφησε. Κάποια απ’ αυτά
μου ήταν αδύνατο να καταλάβω τί αφορούσαν. Ήταν γραμμένα στα
οθωμανικά ή στα αραβικά. Όσα ήταν στα ελληνικά ή στα σύγχρονα
τουρκικά, ελάχιστα δυστυχώς, θα μου αποκάλυπταν το περιεχόμενό
τους. Όλα όμως ήταν πολύτιμα. Καθώς τα ξεφύλλιζα, ένιωθα τα
σημάδια από τα χέρια του παππού καθώς τα μελετούσε. Μερικά,
ιδίως έργα του αγαπημένου του Μουχιντίν ιμπν Άραμπι, μπορεί να