Ήταν Σεπτέμβρης και η πίεση στις δουλειές του μοσάβ είχε
υποχωρήσει. Η είδηση έφτασε ως το Μοντιίν και την πήρε το αφτί του
Μίχαελ. Όπως ακουγόταν το νέο, ίσως ήταν ανησυχητικό., Στο κοντινό
χωριό Ντεΐρ Καντίς, πρόβατα και κατσίκια είχαν πληγεί από μιαν
αρρώστια και ψοφούσαν. Οι χωριανοί βλέπαν να χάνονται ζωντανά και
ήταν ανήμποροι να κάνουν κάτι. Κτηνίατρος ή γεωπόνος, ή τέλος πάντων
κάποιος έμπειρος άνθρωπος, σε θέση να βοηθήσει δεν υπήρχε. Ο Μίχαελ
δίχως να το σκεφτεί δεύτερη φορά, αποφάσισε να επισκεφθεί τους
γείτονες Παλαιστίνιους, να δει τί συμβαίνει. Ο τρόμος κρατά σε
απόσταση τους Εβραίους από τους Παλαιστίνιους. Δεν είπε κουβέντα σε
κανένα για το εγχείρημα που είχε αποφασίσει. Ήταν σίγουρος, πως θα
πέφτανε πάνω του άγγελοι και δαίμονες για να τον αποτρέψουν.
Μολονότι άνθρωποι, σμιλεμένοι από το ίδιο χέρι, μοιράζονταν
μεταξύ τους την ίδια γη και ανάσαιναν κάτω απ’ τον ίδιον ουρανό,
προτιμούσαν να ζούν απάμακρα, βουτηγμένοι στην άγνοια της
αποξένωσης. Φανερά, κανένας δεν έδειχνε να νοιάζεται να μάθει το
γείτονά του. Ιδίως οι Ισραηλινοί, τρέμανε εμπρος στο ενδεχόμενο, μήπως
δεχθούν ξαφνικά μια θανατηφόρα επίθεση από έναν κρυμμένο
Παλαιστίνιο.... Επισκέπτονταν χωριά στα κατεχόμενα ως στρατιώτες,
οπλισμένοι σαν αστακοί. Ο απροσδόκητος κίνδυνος είχε εξορίσει
Παλαιστίνιους και Εβραίους, τουλάχιστον του πιο πολλούς, σε μια χώρα,
όπου η ανθρώπινη εμπιστοσύνη ήταν άγνωστη.
Την τελευταία στιγμή, πριν μπει στο τζίπ, ο Μίχαελ γύρισε στο
σπίτι και πήρε το περίστροφό του γεμάτο, ένα Bul 5 Street Comp. «Για
καλό και για κακό», μονολόγησε καθώς κλείδωνε την εξώθυρα για να
φύγει.
Έφτασε στην υποτυπώδη πλατεία του Ντεΐρ Καντίς σε λιγότερο
από τριάντα λεπτά. Ψυχή δεν αντίκρυσε. Ήταν σίγουρος πως τον
παρακολουθούσαν στα κρυφά, έντρομοι και γεμάτοι ερωτηματικά οι
χωριάτες. Ίσως τον σημάδευε κάποιο όπλο, σκέφτηκε. Τί μπορούσε να
θέλει ένας Εβραίος στο ασήμαντο χωριό τους, που μονάχα δυο φορές από
το 1967 και μετά, πέρασαν απ’ έξω μικρές φάλαγγες στρατιωτικών
καμιονιών! Παρατήρησε πως η θύρα του τζαμιού ήταν μισάνοιχτη.
Κατευθύνθηκε λοιπόν εκεί και μπήκε μέσα, αφού προηγουμένως έβγαλε
τα ελαφρά άρβυλά του αφήνοντάς τα έξω. Πρώτη φορά έμπαινε σε τζαμί.
Ήταν μικρό μα πεντακάθαρο. Τα μάτια άργησαν να προσαρμοστούν στο
μισοσκόταδο. Έξω ο ήλιος άστραφτε. Ήταν μεσημέρι. Μπροστά απ’ το
μιχράμπ πρόσεξε έναν άνδρα, που καθόταν στα γόνατα και μάλλον θα
dharmaraksita
(dharmaraksita)
#1