τρέχανε δυο νήπια, που φαίνονταν να διασκεδάζουν με χαχανητά τριγύρω
απ’ τη γιαγιά τους. Μπροστά στον επισκέπτη σα να τα έχασαν και
σταμάτησαν το παιχνίδι. Στέκονταν πίσω από τη γιαγιά, κρύβοντας τα
πρόσωπά τους, λες και ντρέπονταν. Όταν η περιέργεια ήταν πιο δυνατή,
παίρνανε θάρρος και παρατηρούσαν εξεταστικά τον ξένο που έφερε μαζί
του ο παππούς. Ο γέροντας είπε δυο τρεις κουβέντες στη γυναίκα του, που
χάθηκε αμέσως σε κάποιο δωμάτιο μαζί με την ακολουθία της. Ο Μίχαελ
βολεύτηκε άνετα πάνω στην μαλακιά ψάθα που κάλυπτε το δάπεδο, ενώ ο
οικοδεσπότης του έδωσε ένα μαξιλάρι για να μην ακουμπά στον τοίχο. Η
γιαγιά έφερε ένα δίσκο με τσάι και κουλουράκια και τον απόθεσε
μπροστά από τους δυο άντρες. Αμέσως μετά έκανε μια ελαφριά υπόκλιση
μπροστά στον μουσαφίρη και ακολουθούμενη από τα μικρά βγήκε από το
σπίτι.
Όσο ήταν μόνοι, ο οικοδεσπότης του συστήθηκε στον Μίχαελ ̇
«Ισμαήλ Αμπού Σάλεχ». Ο Μίχαελ επανέλαβε τις κινήσεις του Αμπού
Σάλεχ και ψέλλισε το όνομα και το επώνυμό του. Έπιασε τον εαυτό του
να νιώθει κάπως περίεργα μπροστά σε τούτο τον γέροντα. Ευχάριστα και
συνάμα λίγο χαμένος. Αργότερα, όσο σκεφτόταν τα πράγματα με την
ησυχία του, παραδέχθηκε πως ο ηλικιωμένος Παλαιστίνιος, του
προκαλούσε ένα γλυκό δέος, λες και ήταν ένας μυθικός παππούς, που
φάνηκε ξαφνικά στη ζωή του από την αχλύ απροσδιόριστων ενθυμήσεων.
Ο χρόνος κυλούσε, δίχως οι δύο άνδρες, ο Εβραίος και ο
Παλαιστίνιος, να ενδιαφέρονται γι’ αυτό. Όσο κάθονταν μόνοι, ο ένας
πλάι στον άλλο, απολαμβάνοντας το ευωδιαστό τσάι τους, βλέπονταν
κατάματα και σιωπούσαν. Κάποιες σκόρπιες στιγμές, η σιωπή τους
έσπαζε. Ο ηλικιωμένος έλεγε μερικές λέξεις, που ο νεότερος δεν
καταλάβαινε, μα ένιωθε το νόημά τους με την καρδιά και αισθανόταν την
πατρική τρυφερότητα που ακτινοβολούσε μονάχα γι’ αυτόν, ο
γέρονταςαντίκρυ του. Ο καθένας βύθιζε το βλέμμα του στον άλλον, όχι
επιθετικά ή για να επιβληθεί, μα για να καλύψουν την αδυναμία των
λόγων. Αντάλλασσαν μεταξύ τους βλέμματα αμοιβαίας αγαπητικής
προσέγγισης. Ο Μίχαελ διαισθανόταν έντονα, χωρίς εγκεφαλικές
διεργασίες, αλλά πέρα ως πέρα αυθόρμητα, ότι ο Ισμαήλ Αμπού Σάλεχ
ήταν ένας άνθρωπος που μάγευε τους άλλους με ανεξήγητη χάρη. Η
ανεπιτήδευτη απλότητά του ήταν προκάλυμμα, που έκρυβε ένα πολύτιμο
θησαυρό. Έτσι ένιωθε ο νεαρός άνδρας για τον ηλικιωμένο χωρικό, που
καθόταν δίπλα του και έπινε μαζί του τσάι.
dharmaraksita
(dharmaraksita)
#1