Η θύρα του σπιτιού άνοιξε και μπήκαν μέσα η γυναίκα του Αμπού
Σάλεχ, συνοδευόμενη από μια νεαρή κι από τα πιτσιρίκια που συνάντησε
ο Μίχαελ όταν πρωτομπήκε στο σπίτι. Η νεαρή γυναίκα του συστήθηκε
σε άπταιστα εβραϊκά. «Με λένε Φάτιμα και είμαι η κόρη του Σεΐχ Αμπού
Σάλεχ και της κυρίας Μάριαμ, -όταν ανέφερε το δεύτερο όνομα, έστρεψε
το βλέμμα της με σεβασμό προς την ηλικιωμένη οικοδέσποινα-. Έμαθα τα
εβραϊκά τον καιρό που σπούδαζα βρεφονηπιοτρόφος σ’ ένα σχολείο των
Κουάκερων στη Ραμάλα». Ο πατέρας της έκανε νόημα στη Φάτιμα να
καθίσει κοντά του κι αμέσως της είπε μερικές φράσεις, ενώ είχε
στραμμένο το βλέμμα στον μουσαφίρη. Η γυναίκα μετέφρασε τα λόγια
του πατέρα της και ρώτησε τον Μίχαελ για τον σκοπό της επίσκεψής του
στο χωριό. Η απάντηση ήταν συγκεκριμένη και σύντομη. Όταν την
άκουσε ο γέροντας με φράσεις απ’ το στόμα της θυγατέρας του, άπλωσε
τα χέρια του στον ουρανό και είπε « αλχάμ ντου λιλλάχ »^2. Μετά απ’ αυτό
σηκώθηκε κι έκανε νόημα στον Μίχαελ και στην Φάτιμα να κάνουν το
ίδιο. Κάλυψε το πρόσωπό του με την καφίγια και βγήκε στο δρόμο. Τον
ακολούθησαν η κόρη και ο επισκέπτης. Ο γέροντας βάδιζε πολύ γοργά
για τα χρόνια του. Ο ήλιος έκαιγε αλύπητα κι ο αέρας που είχε σηκωθεί
στο μεταξύ, μετέφερε αμέτρητους κόκκους άμμου, εντελώς αδιόρατους.
Σύντομα φτάσανε στα τελευταία χαμόσπιτα του χωριού. Λίγα βήματα
ακόμα και μπήκαν σε μια στάνη. Σε μια υπόστεγη γωνιά, κάτω από
σκουριασμένες λαμαρίνες πρόχειρα στεριωμένες σε ξύλινους λιγνούς
πασσάλους, κούρνιαζαν καμιά δεκαριά πρόβατα. Έμοιαζαν με σωρό,
όπως ήταν το ένα κολλημένο πάνω στο άλλο με τα κεφάλια κρεμασμένα.
Μόλις ο βοσκός αντίκρυσε τον γέροντα Σεΐχη σηκώθηκε. Ο Μίχαελ
πρόσεξε πως το βλέμμα του φωτίστηκε. Έσκυψε και φίλησε το χέρι του
γέροντα απ’ την μεριά της παλάμης τρεις φορές. Κάθε φορά εκτός απ’ το
χειροφίλημα ακουμπούσε το μέτωπό του στην ανοικτή παλάμη του
Ισμαήλ Αμπού Σάλεχ. Ο Σεΐχης του χάιδεψε τρυφερά το κεφάλι, όπως
ένας πατέρας το γιο του και στη συνέχεια τον ασπάστηκε εναλλάξ τρεις
φορές στο πρόσωπο. Ζήτησε στη συνέχεια από το νεαρό κτηνοτρόφο να
περιγράψει το πρόβλημα που είχαν τα ζώα με την αρρώστεια τους. Ο
άνδρας, απροσδιόριστης ηλικίας, μίλησε σύντομα κουνώντας με
παραστατικότητα τα χέρια και κάνοντας γκριμάτσες. Η Φάτιμα μετέφραζε
κατά λέξη όσα άκουγε. Ο Μίχαελ πρόσεχε και κρατούσε σημειώσεις σ’
ένα τετραδιάκι που έβγαλε από την τεράστια τσέπη του γιλέκου του.
Έκανε μερικές ερωτήσεις στο χωρικό, γράφοντας τις απαντήσεις του.
(^2) Δόξα τω Θεώ.