τα κεφάλια και τα πρόσωπα με τις μαντίλες τους παρακολουθούσαν κι
αυτές από μια γωνιά παράμερα. Ο κτηνίατρος ετοίμασε ένα διάλυμα
φαρμάκων και σε κάθε πρόβατο έκανε από μια ένεση. Μετά έδωσε
ορισμένα φιαλίδια με φάρμακα στο βοσκό και του έδωσε οδηγίες για την
παραπέρα θεραπεία, με τη βοήθεια του Ελί.
Ο Ράφαελ κάθιδρος βγήκε από τη στάνη μαζί με το φίλο του και
ρώτησε αν υπήρχε πρόβλημα και σ’ άλλη στάνη. Ευτυχώς το κακό είχε
χτυπήσει μονάχα τα ζωντανά του Γιουσούφ Αμπού Μούσα, έτσι λεγόταν
ο βοσκός, που τώρα χαμογελούσε με ανακούφιση. Ο Σεΐχης τους
παρακάλεσε να τον τιμήσουν για ένα καφέ στο φτωχικό του.
Πριν ανεβούν στο τζιπ, ο Γιουσούφ εντελώς αυθόρμητα έτρεξε
προς τον Ράφαελ και τον Ελί κι έσκυψε να φιλήσει τα χέρια τους πριν
προλάβουν να τα τραβήξουν πίσω. Οι τρεις άνδρες παρακάλεσαν μέσω
του Ελί το γέροντα να καθήσει στη θέση του συνοδηγού και ξεκίνησαν
για το σπίτι δίπλα στο τζαμί. Στην ολιγόλεπτη διαδρομή ο Ελί είπε στον
Σεΐχη πως θα τους επισκέπτονταν και την επόμενη μέρα για να δουν πως
αντέδρασαν τα ζώα στη θεραπεία.
Στο σπίτι του Ισμαήλ Αμπού Σάλεχ κάθησαν καταγής πάνω στις
ψάθες κι ένιωσαν ανακούφιση που βρήκαν δροσερό καταφύγιο από τον
καυτό ήλιο κι από τον άνεμο που τόσην ώρα ταλαιπωρούσε τα πρόσωπά
τους. Η άμμος που κουβαλούσε ο αέρας από την έρημο πλήγωνε την
ανθρώπινη επιδερμίδα, λες κι έπεφταν με ορμή επάνω της αμέτρητες
αόρατες βελόνες.
Η γυναίκα του Σεΐχη έφερε καθαρά ποτήρια και μια πήλινη κανάτα
δροσερό νερό. Τους φάνηκε σα νέκταρ. Ο αέρας είχε ξεράνει το στόμα
και τη μύτη τους. Κανένας τους δε μιλούσε. Είχαν στρέψει και οι τρεις το
βλέμμα στο γέροντα, που τους κοίταζε σκεφτικός με πολλή τρυφερότητα.
Σε λίγο φάνηκε στο σπίτι και η Φάτιμα κρατώντας από το χέρι ένα μικρό
κορίτσι. Τα παιδάκια που είχε συναντήσει πρωτύτερα ο Μίχαελ έλειπαν.
Η Φάτιμα σύστησε στους επισκέπτες του πατέρα της την κόρη της, τη
Ζεϊνέμπ. Η μικρή κούρνιασε στην αγκαλιά του παππού, ενώ η μητέρα της
χάθηκε στην κουζίνα. Σε λίγο μοσχομύρισε ο τόπος αραβικό καφέ με
κάρδαμο. Τον καφέ με τα μικρά φλιτζανάκια τον έφερε σε δίσκο η
Φάτιμα. Η κυρία Μάριαμ έφερε μια πιατέλα με μικρές πίτες, που είχε
φτιάξει για τους μουσαφίρηδες.
Σερβιρίστηκε ο καφές και την αρχή έκανε ο γέροντας οικοδεσπότης,
ίσως για να ξεθαρρέψουν οι καινούργιοι φίλοι του. Τον μιμήθηκαν οι
τρεις άνδρες, που δεν έκρυβαν την απόλαυσή τους ενόσω ρουφούσαν
dharmaraksita
(dharmaraksita)
#1