απολαυστικά τον καφέ. Ο Σεΐχης ξαναγέμιζε τα φλιτζάνια μόλις πρόσεχε
πως άδειαζαν. Κάποια στιγμή η εξώθυρα άνοιξε και μπήκε μέσα ένας
άνδρας με γλυκό αλλά κουρασμένο πρόσωπο, γύρω στα σαράντα πέντε με
πενήντα. Οι κρόταφοί του είχαν ασπρίσει. Έβγαλε τη λευκή καφίγια απ’
το κεφάλι, έσκυψε μπροστά στο γέροντα και του φίλησε τρεις φορές την
παλάμη του δεξιού χεριού. Ο Ισμαήλ Αμπού Σάλεχ τον αγκάλιασε και του
φίλησε το μέτωπο, ενώ σύστηνε το γιο του, τον Αχμέντ στους
καλεσμένους του. Ο Αχμέντ κατευθύνθηκε στη γωνιά που καθόταν η
μητέρα του, έσκυψε και της φίλησε το χέρι και τις παρειές τρεις φορές
σταυρωτά, ενώ στη συνέχεια χαιρέτισε την αδελφή του φιλώντας την στο
μέτωπο. Ο πατέρας υπέδειξε στο γιο να καθίσει δίπλα του, ενώ η Φάτιμα
έτρεξε να φέρει για τον μεγάλο αδελφό της ένα φλιτζάνι για καφέ κι ένα
κύπελλο για νερό. Η μικρή Ζεϊνέμπ σηκώθηκε από την αγκαλιά του
παππού και με νάζι χώθηκε στην αγκαλιά του θείου της, που την έσφιξε
πάνω του τρυφερά φιλώντας την πολλές φορές.
Οι πίτες ήταν μια γευστική αποκάλυψη, όπως είπε ο Μίχαελ, που
παρακάλεσε τον Ελί να μεταφράσει και στρέφοντας το πρόσωπο προς την
σύζυγο του Σεΐχη την ευχαρίστησε για τις νοστιμιές που είχε ετοιμάσει.
Ο Ελί και ο Ράφαελ μονάχα μετά το δεύτερο φλιτζάνι του καφέ
συνειδητοποίησαν πού βρίσκονταν τόση ανυπολόγιστη ώρα. Όλα είχαν
γίνει εξαιρετικά ξαφνικά. Όταν έφυγαν από το μοσάβ, δεν είχαν δώσει
χρόνο στο μυαλό τους να σκεφτεί, ότι θα επισκέπτονταν ένα
παλαιστινιακό χωριό. Ο φίλος τους με τον τρόπο που παρουσίασε τα
πράγματα, κατάφερε να τους παρασύρει σε μιαν αποκοτιά. Παράξενο
πράγμα, σκεφτόταν ο Ράφαελ, ο γέροντας που αντίκρυζε απέναντί του, ο
γιος του και οι δυο γυναίκες, που πριν λίγο τους είχαν σερβίρει, κάθε
άλλο παρά ανησυχία του προκαλούσαν. Είχαν ακουστά το Ντεΐρ Καντίς,
μα ποτέ δεν τους είχε περάσει από το νου να το επισκεφθούν. Το
αγνοούσαν.
Ο Σεΐχης παρακάλεσε τη θυγατέρα του να μεταφράζει τα λόγια του
για τους μουσαφίρηδες. «Αλχάμ ντου λιλλάχ», ήταν τα πρώτα λόγια του
οικοδεσπότη. «Η επίσκεψή σας φίλοι μου είναι μια ευλογία για το μικρό
χωριό μας. Για μένα τον ίδιο είναι ένα σημάδι του Μεγαλόψυχου Αλλάχ.
Αλχάμ ντου λιλλάχι ραμπίλ αλλαμίν^3. Αν έχετε χρόνο θα ήθελα για πρώτη
φορά να διηγηθώ ένα θαυμαστό περιστατικό που μου συνέβη και το
κρατώ μυστικό επί χρόνια». Δεν πρόλαβε ο Σεΐχης να αποσώσει τη φράση
του και ο Μίχαελ αφού έριξε μια ματιά στους δυο συντρόφους του είπε με
(^3) Δόξα τω Θεώ, που είναι Κύριος όλων των κόσμων.