Ο ΤΥΧΑΙΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΙΟΕΛ ΝΤΟΥΝΤΑΪ

(dharmaraksita) #1

κομμένη ανάσα· «αν δεν σας είμαστε βάρος, θα μπορούσαμε να μείνουμε
για λίγο ακόμα στο σπίτι σας».
Ο Σεΐχ Ισμαήλ Αμπού Σάλεχ, ήπιε δυο τρεις γουλιές νερό και
ξεκίνησε.
«Έχουν περάσει κοντά έξι χρόνια, αφότου έκανα προσκύνημα στην
Ιεριχώ, στον τάφο του Νάμπι Μούσα, σαλαλάχου αλάιχι ουά σαλάμxviii.
Μόλις έφτασα, γονάτισα να προσευχηθώ. Μακριά, από το βάθος του
ουρανού είδα ένα καταπληκτικό φως που ξεχυνόταν φτάνοντας κατ’
ευθείαν εκεί που στεκόμουν. Ήταν πεντακάθαρο και δυνατό, ενώ θαρρώ
πως έμοιαζε με πλατύ φωτεινό ποτάμι. Άρχισα να τρέμω, ενώ ταυτόχρονα
άκουσα μια φωνή να με καλεί με τ’ όνομά μου. Ρώτησα, μέσα στην
παραζάλη της στιγμής∙ “Ποιος μου μιλάει;” Η φωνή απάντησε: “Είναι ο
Αλλάχ, ο πατέρας του Μούσα, του Προφήτη σου”. Η ύπαρξή μου
πλημμύρισε αγάπη και συνάμα δέος. Μόλις που μπόρεσα να ψελλίσω∙ “τί
είναι αυτό που γυρεύεις από μένα”; Η φωνή, μου απάντησε: “Θα γίνεις
δάσκαλος για τους Εβραίους. Όταν θα έρθουν κοντά σου, άνοιξε τις θύρες
σου γι’ αυτούς∙ προσευχήσου μαζί τους∙ μοίρασέ τους το φαγητό σου. Αν
έχουν ανάγκη από ένα μέρος για να κοιμηθούν, δώσε τους ένα κρεβάτι
στο σπίτι σου”. Έκλαιγα ασταμάτητα με φωνή.... Το να βρίσκομαι στην
παρουσία του Θεού, ήταν κάτι που δεν μπορούσα, ούτε να το φανταστώ.
Το να μ’ έχει τιμήσει ο Αλλάχ σε τέτοιο βαθμό, που να μιλά απευθείας
μαζί μου.... Σε λίγο αναρωτήθηκα∙ “πού θα πάω να βρω αυτούς τους
Εβραίους; Κανέναν Εβραίο δε γνωρίζω”.
Η φωνή του γέροντα έπαυσε ν’ ακούγεται από τον λυγμό της
συγκίνησης που έσβησε τις λέξεις του. Τα μάτια του έτρεχαν.... Μα δεν
ήταν ο μόνος. Ο Μίχαελ είχε κρύψει το πρόσωπο στις παλάμες του κι
έκλαιγε σαν μικρό παιδί. Ο Ελί είχε σκύψει το κεφάλι αμήχανα. Τα μάτια
του Ράφαελ είχαν βουρκώσει και ενεργώντας αυθόρμητα, στηριγμένος
στα γόνατα, πήγε προς το μέρος του Σεΐχη, άρπαξε το χέρι του κι άρχισε
να καταφιλά την παλάμη του, ώσπου τη γέμισε με δάκρυα. Ο Αχμέντ,
μπροστά σ’ αυτά που είχε ακούσει από τον πατέρα του και σε όσα έβλεπε,
κοίταζε με βουρκωμένα μάτια, μια τον πατέρα, μια τους επισκέπτες.
Ο γέροντας οικοδεσπότης έριξε μια ματιά προς το παράθυρο.
Πλησίαζε η ώρα της δύσης. Σκούπισε τα μάτια μ’ ένα μαντήλι που έβγαλε
από την τσέπη της γκελεμπίας και απευθύνθηκε στους φιλοξενούμενούς
του. «Θα ήταν μεγάλη η χαρά μας παιδιά μου να περνούσατε τη νύχτα
σας στο φτωχικό μας, μα είναι πιο φρόνιμο θαρρώ να γυρίσετε στο χωριό
σας, όσο είναι μέρα ακόμη. Το σπιτικό μας είναι δικό σας. Το χωριό μας

Free download pdf