Πήρα ένα λεωφορείο και κατέβηκα πάνω στην King George, στο ύψος
του πεζόδρομου της Μπεν Γεχούντα. Κοίταξα αμήχανα το ρολόι στο χέρι
μου, η ώρα είχε φτάσει δώδεκα. Ένιωσα να πεινώ. Μπήκα στο πρώτο
καφέ που είδα στην Μπεν Γεχούντα και παράγγειλα μια μπίρα Bad κι ένα
τοστ καπνιστής γαλοπούλας. Έφαγα λαίμαργα και απόλαυσα την μπίρα
μου. Αντί να αισθανθώ καλύτερα, η κατάπτωση με κατέλαβε πλήρως.
Άλλες φορές από δω, γύριζα σπίτι με τα πόδια. Τώρα κάτι τέτοιο
φοβήθηκα πως ήταν αδύνατο και πήρα ταξί. Μόλις μπήκα στο καταφύγιό
μου συνειδητοποίησα την ακαταστασία που επικρατούσε, με τα ρούχα
μου πεταγμένα στην πολυθρόνα και στις καρέκλες, ενώ τα άπλυτα ήταν
ριγμένα χύμα στο πάτωμα. Δεν είχα διάθεση για νοικοκύρεμα. Ξεντύθηκα
βαριεστημένα και τηλεφώνησα στο βιβλιοπωλείο, ζητώντας παράταση
της άδειάς μου για μερικές μέρες ακόμα. Πρόβαλλα ως δικαιολογία μια
ξαφνική ασθένεια, χωρίς άλλες λεπτομέρειες. Δεν υπήρξε αντίρρηση.
Μάλιστα η Σάρρα, η προϊσταμένη μου στη δουλειά, προθυμοποιήθηκε να
μου προσφέρει κάθετι αναγκαίο και να με φροντίσει.
Η Σάρρα Ελιέζερ είναι υποδιευθύντρια του βιβλιοπωλείου και
γεννήθηκε στην Αιθιοπία. Μοιάζει καταπληκτικά με τη Ναόμι Κάμπελ.
Αισθανθήκαμε εξ αρχής, όπως φαίνεται, μια αμοιβαία συμπάθεια, που
προχώρησε αρκετά παραπέρα. Δημιουργήθηκε μια σχέση μεταξύ μας, που
την κρατούμε ζηλότυπα μυστική από τους άλλους συναδέλφους, χωρίς να
σκέφτομαι, τουλάχιστον από την πλευρά μου, κάποια σοβαρή προοπτική
για το μέλλον. Τολμώ να παραδεχθώ, πως είναι από τις πιο αισθησιακές
γυναίκες που έχω γνωρίσει.
Αυτή τη φορά, την ευχαρίστησα, μάλλον κοφτά και αρνήθηκα την
ευγενική προσφορά της. Έκλεισα το τηλέφωνο, το έβγαλα από την πρίζα
κι έπεσα βαρύς στο κρεβάτι. Στην κατάσταση που βρισκόμουν ήταν
ανάγκη να επιβάλλω αναστολή στις λειτουργίες της σκέψης μου αν ήθελα
να ξεκουραστώ....
Όπως διαπίστωσα από μια ματιά στο ρολόι είχαν περάσει
περισσότερες από δεκαέξι ώρες, όταν επιτέλους ξύπνησα την επομένη.
Πεινούσα τρομερά. Πλύθηκα γρήγορα και πετάχτηκα ως τη Μαχανέ
Γεουντά να τσιμπήσω κάτι στο μικρό εστιατόριο ενός γνωστού μου.
Σκέφτηκα να φύγω για λίγες μέρες σ’ ένα ήσυχο μέρος. Ήθελα να ξεχάσω
τα πάντα, να εξορίσω διά παντός από τη μνήμη όσα μου είχαν συμβεί.
Τότε θυμήθηκα το φίλο μου τον Ελί και την παρέα του στο Μοντιίν.