που πολλές φορές δεν αφήνω σε άλλους να αρθρώσουν λέξη, αυτή τη
φορά η γλώσσα μου είχε δεθεί. Ένιωθα υπέροχα σ’ αυτό το λιτό
καθιστικό, που δεν είχε καρέκλες, τραπέζι, παρά μόνο ψάθες απλωμένες
στο πάτωμα και μερικά μαξιλάρια. Όσα μέχρι τώρα θεωρούσα αυτονόητα
στη διαβίωσή μου, όπως λόγου χάρη το ηλεκτρικό, σε τούτο το μέρος μου
έμοιαζε εντελώς περιττό. Αισθανόμουν πως υπήρχε άπλετο φως ̇ φως που
με φώτιζε και θέρμαινε συγχρόνως την καρδιά μου. Δεν ήμουν ο μόνος
που φαινόταν να μην έχει διάθεση για κουβέντα. Θυμάμαι τον Ελί στο
σχολείο και αργότερα στο στρατό, όποτε άνοιγε το στόμα του ήταν
χειμαρρώδης. Μιλούσε γρήγορα, σαν να φοβόταν πως δεν θα προλάβαινε
να πει όσα είχε στο νου του. Τώρα έμενε σιωπηλός, το ίδιο και ο Ράφαελ,
αλλά και οι άλλοι που κάθονταν τριγύρω. Η παρουσία του γέροντα Σεΐχη,
είχα την αίσθηση πως ήταν καταλυτική. Σ’ εκείνη την πρώτη μου
επίσκεψη στο Ντεΐρ Καντίς δεν ήξερα τίποτα για τον οικοδεσπότη μας.
Υπέθετα, πως επειδή ήταν ηλικιωμένος, για λόγους σεβασμού, τον
αποκαλούσαν όλοι σεΐχη και όχι για κάποιο λόγο περισσότερο
ουσιαστικό.
Όσο διαρκούσε αυτή η ιλαρή σιγή, δεν ξέρω ακόμα και τώρα, αν
ήταν για δευτερόλεπτα, για λεπτά ή περισσότερο, τα μάτια μου ήταν
στραμμένα στη μορφή του Ισμαήλ Αμπού Σάλεχ. Είχα μαγνητισθεί στ’
αλήθεια. Ο άνθρωπος αυτός, ένιωθα ανεξήγητα πως λειτουργούσε σαν
πομπός πολύ δυναμικής ενέργειας που η ύπαρξή μου ρουφούσε σα
σφουγγάρι. Θυμήθηκα κάποια στιγμή, την περίοδο που μελετούσα
Βουδισμό και ανατολικές φιλοσοφίες, όταν είχα διαβάσει για το ντάρσαν ,
την υπέροχη και ανεξήγητη αίσθηση που μπορεί να έχει κάποιος, όταν και
μόνον αντικρύζει ένα γκουρού, έστω και αν δεν ανταλλάσσεται μεταξύ
τους ούτε μια λέξη. Ένας καλός φίλος μου στην Ελλάδα, ο Αποστόλης,
αξιόλογος πυρηνικός φυσικός, που εγκατέλειψε ξαφνικά για λόγους
αξιοπρέπειας το πανεπιστήμιο όπου εργαζόταν, σε μια από τις
μεταμεσονύκτιες συζητήσεις που κάναμε συχνά, όταν είχα αναφερθεί στο
ντάρσαν, προσπάθησε να δώσει μια εξήγηση βασισμένη στα
ηλεκτρομαγνητικά πεδία, που περιβάλλουν καθετί, επομένως και τις
ανθρώπινες υπάρξεις, και στις εκπομπές ενέργειας που συμβαίνουν,
ακατάπαυστα, χωρίς οι συντριπτικά πιο πολλοί να παίρνουν είδηση το
γεγονός.
Μετά τον καφέ μας προσφέρθηκε ένα υπέροχο γλυκό, το κουνάφα.
Κανταΐφι με γέμιση αλμυρό κίτρινο τυρί, που ψήνεται. Το τυρί ενόσω
ψήνεται λιώνει και ποτίζει το κανταΐφι, που στη συνέχεια, όταν βγει απ’
dharmaraksita
(dharmaraksita)
#1